Τα σημαντικά προβλήματα στα τρένα, που οδήγησαν στο πολύνεκρο δυστύχημα των Τεμπών δεν ήταν άγνωστα στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, καθώς οι αρμόδιοι φορείς είχαν προειδοποιήσει αρκετό καιρό νωρίτερα.
Συγκεκριμένα, τα προβλήματα που υπήρχαν εκείνη την περίοδο στο σιδηροδρομικό δίκτυο -και συνεχίστηκαν αφού κανείς δεν έλαβε μέτρα- σημείωνε στην επιστολή που είχε στείλει, από τις 6 Σεπτεμβρίου 2021, στην ηγεσία του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών ο τότε διευθύνων σύμβουλος της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, Φίλιππος Τσαλίδης.
Στην επιστολή που είχε ως αποδέκτες τόσο τον υπουργό Υποδομών και Μεταφορών, Κώστα Καραμανλή, τον υφυπουργό Μιχάλη Παπαδόπουλο και τον γενικό γραμματέα Μεταφορών Ιωάννη Ξιφαρά, αλλά και τον διευθύνοντα σύμβουλο του ΟΣΕ Σπύρο Πατέρα, ο κ. Τσαλίδης υπογραμμίζει δυσλειτουργίες που θα μπορούσαν να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες.
«Είναι δεδομένο ότι οι σημερινές συνθήκες λειτουργίας της κυκλοφορίας και τα προβλήματα στην υποδομή που απαριθμήσαμε καταλήγουν σε συνεχώς μεταβαλλόμενες βραδυπορίες και μονοδρομήσεις, καθιστώντας περισσότερο πιθανά τα ανθρώπινα λάθη με απρόβλεπτες συνέπειες» ανέφερε χαρακτηριστικά στην επιστολή του ο ΔΣ της ΤΡΑΙΝΟΣΕ.
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 14/9 και αφού είδε ότι η επιστολή του δεν έλαβε της προσοχής που θα έπρεπε, καθώς εξέθετε σοβαρά προβλήματα, ο κ. Τσαλίδης υπέβαλε την παραίτησή του από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της ΤΡΑΙΝΟΣΕ.
Νέα επιστολή λίγες μέρες αργότερα

Επίσης, τον Σεπτέμβριο του 2021 επιστολή της Γενικής Διεύθυνσης Μεταφορών, με βαθμό προτεραιότητας «Επείγον», και αποδέκτες ξανά την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, προειδοποιούσε για τα σημαντικά ζητήματα ασφάλειας στα τρένα, υπογραμμίζοντας την έλλειψη υποδομών στο δίκτυο του σιδηροδρόμου.
Στην επιστολή που υπέγραφε ο γενικός διευθυντής Μεταφορών τονιζόταν ότι «η έλλειψη επαρκούς προσωπικού έχει ως αποτέλεσμα την μη ασφαλή και εύρυθμη λειτουργία του σιδηροδρομικού δικτύου».
Γνώριζαν και την ανάγκη προσλήψεων
Στα κενά στο οργανόγραμμα του ελληνικού σιδηροδρόμου, με όποιες συνέπειες μπορούσε να έχει αυτό, εστίαζε στην επιστολή που είχε στείλει στην ηγεσία του ΥΜΕ και ο διευθύνων σύμβουλος του ΟΣΕ, Σπύρος Πατέρας, τον Μάιο του 2021.
Στην επιστολή με θέμα: «Μελέτη Αναγκαιότητας και Δημοσιονομικής Επίπτωσης Κατεπείγουσας Διαδικασίας Προσλήψεων Ανθρώπινου Δυναμικού ΟΣΕ» ο κ. Πατέρας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την ασφάλεια στα τρένα, χωρίς να υπάρξει κάποια αντίδραση από πλευράς κυβέρνησης.
«Η ανάγκη πρόσληψης ανθρώπινου δυναμικού στον ΟΣΕ είναι άμεση και επιτακτική. Η καθυστέρησή της επιβαρύνει το ήδη υφιστάμενο θέμα εύρυθμης λειτουργίας και -κυρίως- ασφάλειας του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου» υπογράμμιζε ο διευθύνων σύμβουλος του ΟΣΕ.
«Συνεπώς η επίτευξή της θα πρέπει να δρομολογηθεί με ταχύτατες διαδικασίες εξαίρεσης από τη διαδικασία του ΑΣΕΠ και με τροπολογία (παρόμοια αυτών του ΟΣΥ και της ΣΤΑΣΥ) και σε κάθε περίπτωση να έχουν ολοκληρωθεί πριν την 31η Οκτωβρίου του τρέχοντος έτους» ανέφερε ο κ. Πατέρας, με τις οδηγίες να μην υλοποιούνται, οδηγώντας δύο χρόνια αργότερα στην απώλεια 57 ανθρώπινων ζωών, καθώς για 12 λεπτά δύο τρένα που βρίσκονταν στην ίδια γραμμή κινούνταν σε αντίθεση κατεύθυνση.
Καρυστιανού: Γνώριζαν Μητσοτάκης και Καραμανλής
Στο γεγονός ότι τα προβλήματα στα τρένα ήταν γνωστά τόσο στην ηγεσία του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, αλλά και στο Μέγαρο Μαξίμου αναφέρθηκε και η πρόεδρος του Συλλόγου Θυμάτων των Τεμπών, Μαρία Καρυστιανού.
«Στα πλαίσια του επιτελικού κράτους, Πρωθυπουργός και Υπουργός Μεταφορών είναι υπεύθυνοι για τη σωστή λειτουργία του σιδηροδρόμου» είχε τονίσει σε εκδήλωση στο Αγρίνιο η κυρία Καρυστιανού, συμπληρώνοντας ότι «πριν την τραγωδία, στα γραφεία και των δύο, έχουν καταφθάσει επιστολές εργαζομένων που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς αναφέρουν ότι είναι θέμα χρόνου πλέον να συμβεί μεγάλο δυστύχημα».
«Αμφότεροι, μετά το τραγικό έγκλημα των Τεμπών, δεν έχουν καν παρουσιαστεί στον ανακριτή, ούτε για να καταθέσουν» συμπλήρωσε η Μαρία Καρυστιανού.