«Ποιος θάνατος, τάχα, να είναι λιγότερο ανώδυνος; Του αποκεφαλισμού ή της αγχόνης;» ρωτούσε ο Πατριάρχης λίγο πριν τον φρικτό θάνατό του
Ένα από τα συγκλονιστικότερα γεγονότα που σημάδεψαν την Επανάσταση του 1821 ήταν ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’.
Ποιος ήταν ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’
Το κοσμικό όνομα του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ ήταν Γεώργιος Αγγελόπουλος. Καταγόταν από την οικογένεια των Αγγελόπουλων της Δημητσάνας.

Γεννήθηκε το 1746. Φοίτησε αρχικά στην ονομαστή Σχολή της γενέτειράς του. Συνέχισε τις σπουδές του στην Αθήνα, τη Σμύρνη και ίσως στην Πάτμο. Το 1775, ως μοναχός πλέον στη Σμύρνη, διετέλεσε αρχιδιάκονος και πρωτοσύγκελος του Μητροπολίτη Προκόπιου, τον οποίο και διαδέχτηκε, όταν ο Προκόπιος έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Στη Σμύρνη, ο Γρηγόριος, κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του (1885-1897), ανέπτυξε αξιόλογη πνευματική δραστηριότητα. Το 1783 είχε μεταφράσει στην κοινή διάλεκτο τους «Περί Ιεροσύνης Λόγους» του Ιωάννου Χρυσοστόμου, οι οποίοι εκδόθηκαν στη Βενετία από το τυπογραφείο του Νικόλαου Γλυκή και έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο για τα θέματα παιδείας της Σμύρνης όσο και των γειτονικών περιοχών.

Οι τρεις Πατριαρχίες του Γρηγορίου Ε’
Τον Προκόπιο διαδέχθηκαν στον θρόνο του Οικουμενικού Πατριάρχη οι Νεόφυτος Ζ΄ και Γεράσιμος Γ΄. Τον Μάιο του 1797, ο Γρηγόριος Ε΄ ανέβηκε για πρώτη φορά στον πατριαρχικό θρόνο. Αυτό υπήρξε αφορμή για τη βελτίωση των εκκλησιαστικών πραγμάτων, την ανάπτυξη της παιδείας, την αναδιοργάνωση του Πατριαρχείου και την ενίσχυση ευαγών ιδρυμάτων. Στις 17 Δεκεμβρίου 1798, όμως, ο Γρηγόριος απομακρύνθηκε από τον θρόνο και εξορίστηκε στο Άγιο Όρος. Επανήλθε όμως στον πατριαρχικό θρόνο τον Σεπτέμβριο του 1806 και συνέχισε τη δράση που είχε ξεκινήσει κατά την πρώτη πατριαρχία του, έως τον Σεπτέμβριο του 1808. Τότε, με την άνοδο του Μαχμούτ Β΄ στον σουλτανικό θρόνο, καθαιρέθηκε και εξορίστηκε στην Πριγκιπόνησο. Από εκεί, το 1810, έφυγε για να αποσυρθεί ξανά στο Άγιο Όρος.
Ανέλαβε για τρίτη φορά τα ηνία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στις 14 Δεκεμβρίου 1818. Η πατριαρχία του αυτή ολοκληρώθηκε με τραγικό τρόπο, καθώς αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους στις 10 Απριλίου 1821 (Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό της Εκπαιδευτικής Εγκυκλοπαίδειας, τόμος 3, Εκδοτική Αθηνών).
Τα κυριότερα γεγονότα των πατριαρχιών του Γρηγορίου Ε΄ έως την κήρυξη της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες
Οι τρεις πατριαρχίες του Γρηγορίου Ε΄ συνέπεσαν με μια κρίσιμη εποχή για τον Ελληνισμό, κατά τη διάρκεια της οποίας διαδίδονταν οι επαναστατικές ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης. Παράλληλα, οι στρατιωτικές νίκες του Ναπολέοντα Βοναπάρτη είχαν δώσει ελπίδες στους υπόδουλους Έλληνες για σύντομη απελευθέρωση.
Την ίδια εποχή, ο «Θούριος» του Ρήγα Βελεστινλή και το Σύνταγμα της «Νέας Πολιτικής Διοίκησης», που απηχούσαν τις γαλλικές επαναστατικές ιδέες, ενόχλησαν την εκκλησιαστική ηγεσία. Η Εκκλησία φοβόταν ότι ο γαλλικός Διαφωτισμός θα έφερνε αθεΐα και ασέβεια στον ελληνικό χώρο. Για τον λόγο αυτό, ο Γρηγόριος Ε΄, με εγκύκλιό του, καταδίκασε το Σύνταγμα του Ρήγα, καθώς το θεώρησε «πλήρες σαθρότητας εκ των θολερών αυτού εννοιών, τοις δόγμασι της ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον» και κάλεσε το ποίμνιο σε υποταγή.
Η καταδίκη αυτή του Ρήγα από τον Γρηγόριο Ε΄ είναι μια ενέργεια που έχει επικριθεί έντονα. Ένα άλλο γεγονός που προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις ήταν η έκδοση, από το νεοσύστατο Πατριαρχικό Τυπογραφείο το 1798, του έργου «Διδασκαλία Πατρική». Υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για τον συγγραφέα του: προτάθηκαν ως πιθανοί συγγραφείς ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Άνθιμος, ο Αθανάσιος ο Πάριος ή ο ίδιος ο Γρηγόριος Ε΄. Ο συγγραφέας του έργου, όποιος κι αν ήταν, τόνιζε χαρακτηριστικά:
«Ο άπειρος ελέει και πάνσοφος ημών Κύριος … ύψωσε την βασιλείαν αυτήν των Οθωμανών περισσότερον από κάθε άλλην, διά να αποδείξει αναμφιβόλως ότι θείω εγένετο βουλήματι». Το έργο αυτό επικρίθηκε σφοδρά από τον Αδαμάντιο Κοραή στην «Αδελφική Διδασκαλία» τον Ανώνυμο Συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας», καθώς και από άλλους λόγιους.
Η δεύτερη πατριαρχία του Γρηγορίου Ε΄ ήταν επίσης κρίσιμη. Αυτή τη φορά, οι Γάλλοι συνεργάζονταν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία εναντίον της Ρωσίας, και το Πατριαρχείο υποχρεώθηκε από την Πύλη να εκδώσει εγκύκλιο εναντίον των Ρώσων. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα της εγκυκλίου ανέφερε:
«Πᾶς ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ, τῇ τοῦ Θεοῦ ἀντέστηκεν».
Πολλοί θεωρούν ότι το περιεχόμενο της εγκυκλίου υποκρύπτει φιλοτουρκική διάθεση. Άλλοι, ωστόσο, αντιτείνουν ότι αυτό επιβαλλόταν από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσε τότε ο Ελληνισμός, και πως ο Γρηγόριος δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά.
Το Πατριαρχικό Τυπογραφείο τύπωσε, έως το 1821, περίπου 50 βιβλία, σχεδόν όλα θρησκευτικού περιεχομένου. Σκοπός του ήταν να τροφοδοτήσει τους πιστούς με κείμενα που ενίσχυαν την Ορθοδοξία και να αποτρέψει την εξάπλωση άλλων «ἀντιβαίνοντα εἰς τὰ τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως».
Πάντως, στο Πατριαρχικό Τυπογραφείο εκδόθηκε και ο πρώτος τόμος της «Κιβωτού της Ελληνικής Γλώσσας», ενός λεξικού μεγάλης σημασίας για τη μόρφωση του Γένους. Η τρίτη πατριαρχία του Γρηγορίου Ε΄ ήταν η τελευταία και δυσκολότερη. Ενώ ο ίδιος συνέχιζε το ποιμαντικό και οργανωτικό έργο του, ο Ελληνισμός προετοιμαζόταν για τον μεγάλο απελευθερωτικό Αγώνα. Η Φιλική Εταιρεία είχε εξαπλωθεί σε όλες σχεδόν τις ελληνικές παροικίες.
Δεν είναι βέβαιο αν ο Γρηγόριος Ε΄ γνώριζε τις προετοιμασίες και τη δράση της Φιλικής Εταιρείας. Σύμφωνα, όμως, με τον Παναγιώτη Σέκερη – ένα από τα κορυφαία στελέχη της Εταιρεία ς–, ο Πατριάρχης συνεργαζόταν με τους Φιλικούς (ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ, όπου και προηγουμένως, στο εξής ό.π.).
Τα γεγονότα έως τον απαγχονισμό του Γρηγορίου Ε’
Όπως γράφει ο Διονύσιος Κόκκινος («Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ», 6η έκδοση, εκδόσεις Μέλισσα), η πρώτη επαφή του Γρηγορίου Ε΄ με τη Φιλική Εταιρεία έγινε στο Άγιον Όρος το 1818, όταν τον συνάντησε εκεί ο Ιωάννης Φαρμάκης και του μίλησε για την Εταιρεία.
Ο Γρηγόριος αρνήθηκε να εγγραφεί στους καταλόγους της Φιλικής Εταιρείας, καθώς φοβόταν ότι, σε περίπτωση αποκάλυψης από τους Τούρκους, θα υπήρχαν τρομερές συνέπειες για τον ελληνικό πληθυσμό. Ωστόσο, παρακολουθούσε τα γεγονότα και είχε πλήρη γνώση της κατάστασης. Τον Μάιο του 1820, όταν αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας είχε εκλεγεί ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο Πατριάρχης έστειλε εμπιστευτικά δύο επιστολές στη Ρωσία, μέσω του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου. Η μία απευθυνόταν στον Ζώη (;) Ζωσιμά, έναν από τους Γιαννιώτες εθνικούς ευεργέτες που δραστηριοποιούνταν στη Μόσχα, και η άλλη στον ίδιο τον Υψηλάντη. Στην επιστολή προς τον Ζωσιμά ανέφερε συχνά τη λέξη «βοήθεια», ενώ προς τον Υψηλάντη τη λέξη «φρόνησις». Οι δύο άνδρες θεώρησαν ότι ο Πατριάρχης ζητούσε οικονομική ενίσχυση και φοβόταν για την τύχη του όταν θα ξεσπούσε η Επανάσταση. Έτσι, παρέδωσαν στον Παπαρρηγόπουλο 20.000 ρούβλια και έδωσαν εντολή στους Παναγιώτη Σέκερη και Κυριάκο Κουμπάρη να ναυλώσουν ένα πλοίο, το οποίο θα παρέμενε έτοιμο για απόπλου, ώστε να μεταφέρει τον Πατριάρχη στη Ρωσία όποτε νιώθει ότι κινδυνεύει.

Ο Γρηγόριος, όμως, αρνήθηκε να πάρει τα χρήματα και απάντησε στους Σέκερη και Κουμπάρη:
«Περί μέν τῆς συντηρήσεώς μου, οὐδέποτε ἔλαβον, οὐδέ θά λάβω ἀνάγκην χρημάτων. Περί δέ τῆς ζωῆς μου, οὐδέποτε ἐφοβήθην. Βοήθειαν αν δεν ἀπήτησα καί τη φρόνησιν συνεβούλευσα μόνον ὑπέρ τοῦ ἔθνους».
Η Πύλη άρχισε να υποψιάζεται τον Γρηγόριο και άλλους κληρικούς μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία, όταν, στις 21 Φεβρουαρίου 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πέρασε τον Προύθο και εισήλθε στο Ιάσιο. Ο Πατριάρχης, αντιμέτωπος με την οθωμανική πίεση, αναγκάστηκε να αφορίσει τον Υψηλάντη, τον Μιχαήλ Σούτσο και γενικότερα τους επαναστάτες. Αυτή η ενέργεια έχει επικριθεί από πολλούς. Ο Διονύσιος Κόκκινος (ό.π.) σημειώνει ότι ο αφορισμός έγινε για να αποτραπούν σφαγές του ελληνικού πληθυσμού.
Στις 3 Απριλίου 1821 (Κυριακή των Βαΐων), οι οθωμανικές αρχές ζήτησαν από τον Γρηγόριο να τους παραδώσει λεπτομερή κατάλογο των ελληνικών οικογενειών του Φαναρίου. Ο Πατριάρχης απάντησε ότι δεν διέθετε τέτοιον κατάλογο. Τότε, οι Τούρκοι διέταξαν δύο κληρικούς του Πατριαρχείου να καταγράψουν τους Έλληνες του Φαναρίου, συνοδευόμενοι από τρεις γενίτσαρους – εκ των οποίων οι δύο ήταν Τουρκοκρητικοί και γνώριζαν ελληνικά. Αυτό ήταν το πρώτο μέτρο της Πύλης εναντίον των Ελλήνων μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης στη Μάνη, στις 25 Μαρτίου 1821.
Τις ημέρες εκείνες, πλήθος Ελλήνων συγκεντρωνόταν στο Πατριαρχείο, καθώς φαινόταν ότι οι εξελίξεις θα ήταν ραγδαίες. Όλοι είχαν καταλάβει ότι ο Γρηγόριος κινδύνευε άμεσα και τον προέτρεπαν να επιβιβαστεί στο πλοίο που ήταν έτοιμο για τη διαφυγή του. Σύμφωνα με τον Δ. Κόκκινο (ό.π.), ο Πατριάρχης γνώριζε ότι επρόκειτο να θανατωθεί. Στους φίλους του που τον προέτρεπαν να διαφύγει, απαντούσε:
«Μή μέ προτρέπετε νά φύγω. Μάχαιρα θά περάσει τούς δρόμους τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τῶν ἄλλων χριστιανικῶν ἐπαρχιῶν… Ὁ θάνατός μου θά ὠφελήσει περισσότερον παρά ἡ ζωή μου. Οἱ ξένοι χριστιανοί ἡγεμόνες θά καταπλαγοῦν ἀπό τόν ἄδικον θάνατόν μου καί δέν θά μείνουν ἀδιάφοροι ὅταν ἡ πίστις τούς ἐξευτελιστεῖ εἰς τό πρόσωπό μου. Οἱ Ἕλληνες ἀγωνιστές θά πολεμήσουν μέ μεγαλύτερη μανία καί τοῦτο θά φέρει ὡς δῶρον τήν νίκη. Εἶμαι βέβαιος δι’ αὐτό…».
Και, προφητικά, πρόσθετε:
«Σήμερα (Κυριακή των Βαΐων) θά φάμε ψάρια, ἀλλά μετά τινας ἡμέρας ἴσως τά ψάρια φάνε ἡμάς… Ας μην γίνω η χλεύη των ζώντων. Δεν θα ανεχθώ να περνώ από τους δρόμους της Οδησσού, της Κερκύρας ή της Αγκώνος και να με δακτυλοδεικτούν λέγοντας: “Ιδού ο φονεύς Πατριάρχης”» (Δ.Κ. Κόκκινος, ό.π.).
Τη Μεγάλη Δευτέρα αποκεφαλίστηκε ο Κωνσταντίνος Μουρούζης, Μέγας Δραγουμάνος (διερμηνέας). Ακολούθησαν εκατοντάδες σφαγές επιφανών Φαναριωτών και Πελοποννησίων (επειδή ήταν συμπατριώτες των επαναστατών του Μοριά), αλλά και τριών Ελλήνων νεροκρατών (υπεύθυνων για τη διανομή του νερού), με την κατηγορία ότι σκόπευαν να δηλητηριάσουν το νερό των ανακτόρων του Σουλτάνου και των τουρκικών συνοικιών.
Ανατέθηκε στον Πατριάρχη η φρούρηση της χήρας του Δημητρίου Μουρούζη και των έξι παιδιών της. Ο Δημήτριος Μουρούζης είχε αποκεφαλιστεί στο στρατόπεδο της Σούμλα το 1812. Ο Γρηγόριος είπε ότι δεν διέθετε φύλακες και του υποδείχθηκε να στείλει ιερείς. Ο Πατριάρχης ανέθεσε σε δύο πρωτοσύγκελους τη φύλαξη της χήρας και των παιδιών του Δημητρίου Μουρούζη, που απλά ανέμεναν την ώρα της εκτέλεσής τους. Την επόμενη ημέρα, όμως, η χήρα και τα παιδιά της φυγαδεύτηκαν από τον Κυριάκο Κουμπάρη με πλοίο στην Οδησσό. Οι δύο πρωτοσύγκελοι συνελήφθησαν και το Μεγάλο Σάββατο αποκεφαλίστηκαν. Αυτό στενοχώρησε ιδιαίτερα τον Γρηγόριο.
Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, ο Πατριάρχης κάθισε σε ένα τραπέζι με τη συντροφιά αρχιερέων, τρώγοντας κομπόστα δαμάσκηνο, και έθεσε ένα περίεργο ερώτημα:
— Ποιος θάνατος, τάχα, να είναι λιγότερο ανώδυνος; Του αποκεφαλισμού ή της αγχόνης;
Επικράτησε παγωμάρα και σιωπή. Τότε, ο Γρηγόριος είπε χαμογελώντας πικρά:
— Βλέπετε δεν γνωρίζω. Δεν έχω δοκιμάσει ούτε τον έναν ούτε τον άλλον.
Ο Απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’
Λίγο πριν τη λειτουργία της Ανάστασης, 5.000 γενίτσαροι κατέκλυσαν την περιοχή γύρω από το Πατριαρχείο. Πολλοί φοβήθηκαν ότι θα γινόταν ομαδική σφαγή, κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Ο «κράχτης» του Πατριαρχείου κάλεσε τους πιστούς να προσέλθουν στις εκκλησίες λίγο πριν από τα μεσάνυχτα. Πολλοί Έλληνες, αψηφώντας τους πιθανούς κινδύνους, έσπευσαν στους ναούς.
Ο Γρηγόριος, 75 ετών πλέον, καταβεβλημένος από την αυστηρή νηστεία, σκέφτηκε αρχικά να μην κατέβει να λειτουργήσει. Τελικά, άλλαξε γνώμη. Φόρεσε την πιο λαμπρή στολή του, οπλίστηκε με θάρρος και πήγε στην εκκλησία. Στιβαρός και με βροντερή φωνή τέλεσε τη λειτουργία της Ανάστασης και είχε, μάλιστα, το θάρρος να μνημονεύσει και τα ονόματα όσων εκτελέστηκαν μετά τις 24 Μαρτίου. Ήταν χαράματα όταν ο Γρηγόριος ανέβηκε στο Πατριαρχείο. Δεν έκλεισε μάτι μέχρι το πρωί. Στις 10 π.μ. ειδοποιήθηκε ότι στο Πατριαρχείο είχε έρθει ο νέος Μέγας Διερμηνέας, Σταυράκης Αριστάρχης, συνοδευόμενος από 50 Τούρκους αξιωματούχους που φορούσαν τις επίσημες στολές τους. Ανάμεσά τους βρισκόταν και ο κεσεδάρης, ανώτερος υπάλληλος επί των εκτελέσεων, καθώς και ο αρχιδήμιος. Ο Γρηγόριος κατάλαβε τι τον περίμενε.
Έπειτα από λίγο, ο Αριστάρχης ανέγνωσε το ακόλουθο φιρμάνι:
«Επειδή ο Πατριάρχης Γρηγόριος εφάνη ανάξιος του πατριαρχικού θρόνου, αχάριστος και άπιστος προς την Πύλη και ραδιούργος, καθίσταται έκπτωτος της θέσεώς του και του προσδιορίζεται διαμονή στο Καδίκιοϊ μέχρι νεοτέρας διαταγής». Ο Γρηγόριος, ωστόσο, οδηγήθηκε στις φυλακές του Μποσταντζίμπασι και όχι στο Καδίκιοϊ (Χαλκηδόνα). Εκεί, πιθανότατα βασανίστηκε. Στο Πατριαρχείο έγινε εκλογή του Πισιδίας Ευγενίου ως νέου Πατριάρχη.

Αμέσως μετά, πήραν τον Γρηγόριο από τη φυλακή και τον επιβίβασαν σε μία βάρκα. Πολλοί στρατιώτες ακολούθησαν με άλλα πλοιάρια και τον οδήγησαν στην αποβάθρα του Φαναρίου. Εκεί συγκεντρώθηκε μαινόμενο πλήθος Τούρκων και Εβραίων. Ο Πατριάρχης οδηγήθηκε στην πλατεία όπου γίνονταν οι εκτελέσεις, αλλά δεν θανατώθηκε εκεί.
Οδηγήθηκε στο Πατριαρχείο και συγκεκριμένα στην κεντρική πύλη του, όπου και απαγχονίστηκε. Η πύλη αυτή παραμένει μέχρι σήμερα κλειστή και σφραγισμένη ως ένδειξη τιμής.

Η όλη διαδικασία διήρκεσε μία ώρα, κατά τη διάρκεια της οποίας το συγκεντρωμένο πλήθος έβριζε και χλεύαζε τον Γρηγόριο. Στο στήθος του είχε τοποθετηθεί ο «γιαφτάς», επίσημο έγγραφο που εξηγούσε τους λόγους της θανάτωσής του. Κυριότερος; Ότι καταγόταν από την Πελοπόννησο… (Δ.Κ. Κόκκινος, ό.π.)
Ο διασυρμός του νεκρού Πατριάρχη
Αμέσως μετά τον απαγχονισμό του Γρηγόριου ο νέος πατριάρχης Ευγένιος ζήτησε, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο, να παραλάβει τη σορό του, προκειμένου αυτή να ταφεί. Οι Τούρκοι όμως αρνήθηκαν κατηγορηματικά. Ήθελαν να εξευτελίσουν ακόμα και τον νεκρό Γρηγόριο. Έτσι άφησαν το πτώμα του τρεις ημέρες ακόμα στην αγχόνη για να το δουν όλοι. Σαν να επρόκειτο για δημόσιο θέαμα κατέφθασαν στην πύλη του Πατριαρχείου για να δουν τον νεκρό Γρηγόριο Μουσουλμάνοι από πολύ μακρινές αποστάσεις! Τα κακοποιά στοιχεία της Κωνσταντινούπολης εξύβριζαν τον νεκρό Γρηγόριο, τον χλεύαζαν και πετούσαν πάνω του ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Ακόμα και χανούμισσες έφτασαν εκεί και χτυπούσαν το άψυχο σώμα του Γρηγόριου με ραβδιά (!).
Ο μέγας βεζίρης Βεντερλή Αλή πασάς πέρασε από εκεί έφιππος και στάθηκε σκυθρωπός μπροστά στο φρικτό θέαμα που αντίκρισε και όπως ειπώθηκε τον άκουσαν να αποδοκιμάζει την πράξη του σουλτάνου. Κάτι τέτοιο είναι πολύ πιθανό, γιατί έπειτα από λίγες ημέρες παύθηκε από τα καθήκοντά του… Μπροστά από το Πατριαρχείο πέρασε την ημέρα της εκτέλεσης και ο ίδιος ο σουλτάνος πιθανότητα με περιβολή δερβίση για να μην τον αναγνωρίσουν και έμεινε παρατηρώντας τον νεκρό Γρηγόριο με έκδηλη ικανοποίηση.
Όμως οι μαινόμενοι Τούρκοι στην Κωνσταντινούπολη δεν ικανοποιήθηκαν από τον απαγχονισμό του Γρηγορίου. Την ίδια ημέρα, το Πάσχα του 1821, διατάχθηκε ο απαγχονισμός άλλων τριών ιεραρχών. Πεντακόσιοι Πελοποννήσιοι έμποροι, που είχαν διαπράξει το έγκλημα να κατάγονται από τον τόπο όπου ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, φορτώθηκαν σαν κτήνη, όπως γράφει ο Διονύσιος Κόκκινος, σε πλοιάρια, για να μεταφερθούν τάχα σε εξορία στην Ανατολή, όμως τους έπνιξαν κοντά στη Νικομήδεια. Το ίδιο έγινε μερικές ημέρες αργότερα με διακόσιους Πελοποννήσιους, Ρουμελιώτες, Αιγαιοπελαγίτες και Κρητικούς. Έπειτα θανατώθηκαν ακόμα οκτώ αρχιερείς: ο Μυριοφύτου, ο Γάνου και Χώρας, ο Σωζουπόλεως, ο Σερρών, ο Άρτης, ο Λαρίσης, ο Ιωαννίνων και ο Γρεβενών. Όλες οι εκκλησίες, εκτός από την Παμμακάριστο, όπου ο όχλος δεν κατάφερε να παραβιάσει τις σιδερένιες πόρτες, λεηλατήθηκαν. Ιερά σκεύη ποδοπατούνταν στα σοκάκια. Παλαιά Ευαγγέλια και χειρόγραφα κάηκαν, ενώ ιερατικά άμφια τοποθετούνταν σε κοντάρια σαν σημαίες και περιφέρονταν στους δρόμους.

Η σορός του Γρηγόριου στη θάλασσα – Η περισυλλογή της και η μεταφορά της στην Οδησσό
Την Τρίτη της Διακαινησίμου αποφασίστηκε η σορός του Γρηγορίου να κατεβεί από την αγχόνη και ειδοποιήθηκαν όλοι οι Μουσουλμάνοι να μεταβούν στον τόπο του μαρτυρίου του Πατριάρχη. Χιλιάδες Τούρκοι και πολλοί Εβραίοι έσπευσαν εκεί. Την ώρα που οι δήμιοι ξεκρέμαγαν το πτώμα το πλήθος τους συνόδευε με αλαλαγμούς. «Οι Εβραίοι εφιλοτιμούντο να δείξουν περισσοτέρα αγανάκτησιν κατά του νεκρού του ιεράρχου των γκιαούρηδων» (Δ. Κόκκινος). Έτσι άρχισαν νέοι βανδαλισμοί. Ξεγύμνωσαν τον νεκρό Γρηγόριο, ποδοπάτησαν τα μέλη του πτώματος και τα κουρελιασμένα ράσα του. Τότε παρατηρήθηκε ότι κοντά στην καρδιά είχε ένα τραύμα από σφαίρα. Κάποιος τον πυροβόλησε ενώ βρισκόταν νεκρός στην αγχόνη. Μετά απ’ όλα αυτά οι Εβραίοι ζήτησαν να τους δοθεί η σορός του Γρηγόριου για να την διαπομπεύσουν στους δρόμους. Τρεις απ’ αυτούς, οι Μουντάλ, Μπιταχί και Λεβί πλήρωσαν τον δήμιο και παρέλαβαν το πτώμα. Του έδωσαν τα πόδια και πέρασαν άλλο σχοινί. Με την κραυγή γιούργια άρχισαν να σύρουν το πτώμα με το πρόσωπο προς το έδαφος ως την ακτή, όπου το παρέλαβε και πάλι ο δήμιος, ο οποίος αφού το έδεσε πίσω από μια βάρκα ανοίχτηκε στη βαθιά θάλασσα για να το καταποντίσει. Η σορός του Γρηγορίου ρίχτηκε στα νερά μεταξύ του Φαναρίου και του ναυστάθμου, αφού δέθηκε σ’ αυτή μια πέτρα. Όμως σχεδόν αμέσως βγήκε πάλι στην επιφάνεια. Ο δήμιος επέστρεψε στην ακτή, πήρε πιο βαριές πέτρες και πέτυχε να βυθίσει τη σορό του Πατριάρχη (13 Απριλίου 1821).
Το βράδυ της 16ης Απριλίου ένας Σλαβόνος (από την Σλαβονία, περιοχή της Κροατίας) πλοίαρχος είδε να επιπλέει δίπλα στο πλοίο του ένα πτώμα. Από τα μαλλιά και τα γένια κατάλαβε ότι επρόκειτο για κληρικό. Γνωρίζοντας για τους απαγχονισμούς κάλεσε τον πλοίαρχο ενός ελληνικού καραβιού όπου βρισκόταν κοντά στο δικό του, τον Κεφαλλονίτη Σκλάβο και του έδειξε το πτώμα. Εκείνος χρησιμοποιώντας μια λέμβο περισυνέλεξε τη σορό μη γνωρίζοντας για ποιον πρόκειται. Στο πλοίο του Σκλάβου κρυβόταν ο Μέγας Πρωτοσύγκελος των Πατριαρχείων Σωφρόνιος από την Άνδρο που έσπευσε να δει τον νεκρό. Μόλις τον αντίκρισε έβγαλε κραυγή έκπληξης και πόνου:
– Ο πατριάρχης μου! Ο Γρηγόριος!
Αμέσως το πτώμα σαβανώθηκε με καθαρά ασπρόρουχα των ναυτών, τυλίχθηκε με σεντόνι και τοποθετήθηκε σε κρύπτη του πλοίου. Το ίδιο βράδυ το πλοίο του Σκλάβου ξεκίνησε για τον Οδησσό, όπου έφτασε στις 11 Μαΐου. Στο μεταξύ στην Κωνσταντινούπολη τα εγκλήματα των Τούρκων συνεχίζονταν. Ο νέος Πατριάρχης Ευγένιος μόλις και κατάφερε να ξεφύγει από το μαινόμενο πλήθος. Μεταφέρθηκε στην αστυνομία του Φαναρίου, όπου βρήκε άσυλο. Έπειτα απαγχονίστηκαν ο επίσκοπος Μυριουπόλεως ηλικίας άνω των 100 ετών και ο 15χρονος γιος του πρωτοπροκρίτου της Ραιδεστού. Ακολούθησε ο απαγχονισμός τον αρχιεπισκόπων Δέρκων, Αδριανουπόλεως, Τυρνόβου και Θεσσαλονίκης.
Η ταφή του Γρηγορίου Ε’ – Ο αντίκτυπος του απαγχονισμού του
Στο μεταξύ στην Οδησσό μέσα σε βαθιά συγκίνηση μεταδόθηκε στην πόλη το φοβερό γεγονός. Η σορός του Γρηγορίου αποτέθηκε στη μητρόπολη και στάλθηκαν ταχυδρόμοι στην Αγία Πετρούπολη για ν’ αναγγείλουν την είδηση, που δεν ήταν γνωστή. Όταν ο τσάρος Αλέξανδρος Α’ έμαθε για το έγκλημα, έγινε έξαλλος. Διέταξε να αποδοθούν στην σορό του αρχηγού της Ορθοδοξίας τιμές βασιλικού πρίγκιπα.
Στη σορό του Γρηγορίου Ε’ φορέθηκε πατριαρχική στολή, πολύτιμη μίτρα και εγκόλπιο διάστικτο από πολύτιμους λίθους. Στις 17 Ιουνίου 1821 έγινε η κηδεία του Γρηγορίου με μεγαλοπρέπεια στην Οδησσό. Ιερούργησαν τέσσερις Ρώσοι αρχιερείς και ένας Σέρβος μητροπολίτης. Ακολούθησαν οι πολιτικές και στρατιωτικές Αρχές και πλήθη κόσμου από την Ουκρανία, τη Μόσχα, τη Βεσσαραβία, τη Μολδοβλαχία, ακόμα και από τον Καύκασο. Το φρικτό έγκλημα προκάλεσε αποτροπιασμό σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι εφημερίδες της Γηραιάς Ηπείρου στηλίτευαν τους Τούρκους και τη βδελυρή πράξη τους, προσθέτοντας ότι αυτοί δεν μπορούν να συμβιώσουν με πολιτισμένους λαούς. Δεν ήταν μόνο ο Τσάρος Αλέξανδρος που εξέφρασε την οργή του.

Ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος της Αυστρίας εξέφρασε την οδύνη του και είπε ότι το έγκλημα αυτό έχει την ίδια σημασία με το αν γινόταν κάτι ανάλογο σε βάρος του Πάπα. Ακόμα και ο μέγας ανθέλληνας Μέτερνιχ αποδοκίμασε τη φρικαλέα πράξη των Τούρκων και είπε:
«Η Πύλη εκλαμβάνει ως δύναμη ό, τι αποτελεί απλά και μόνο προμελετημένη πράξη τρόμου».
Η αγιοποίηση του Γρηγορίου Ε’
Το 1871 τα οστά του Γρηγορίου Ε’ μεταφέρθηκαν από την Οδησσό στην Αθήνα με το ατμόπλοιο «Βυζάντιο» και τοποθετήθηκαν σε μαρμάρινη λάρνακα, η οποία βρίσκεται μέχρι και σήμερα στη Μητρόπολη Αθηνών. Το 1872 ο Γεώργιος Φυτάλης φιλοτέχνησε με δαπάνη του Γεωργίου Αβέρωφ ανδριάντα του Γρηγορίου Ε’, ο οποίος τοποθετήθηκε δεξιά της εισόδου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά την τελετή των αποκαλυπτηρίων, στις 25 Μαρτίου 1872, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης απήγγειλε με στόμφο το περίφημο ποίημά του:
«Πώς μας θωρείς ακίνητος; Πού τρέχει λογισμός σου; Τα φτερωτά σου τα όνειρα;..». Υπήρξαν και κάποιοι, όπως ο Ανδρέας Λασκαράτος, που χλεύασαν τον στόμφο του Βαλαωρίτη και το περιεχόμενο του ποιήματος. Στις 8 Απριλίου 1921, ο Γρηγόριος Ε’ αγιοποιήθηκε από την Εκκλησία της Ελλάδος.

Οι Τούρκοι και ο απαγχονισμός του Γρηγορίου Ε’
Ο Νικηφόρος Μοσχόπουλος, στο έργο του «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ κατά τους Τούρκους ιστοριογράφους εν αντιπαραβολή και προς τους Έλληνας ιστορικούς», Αθήνα (1960), παραθέτει απόψεις Τούρκων ιστορικών οι οποίοι θεωρούν ότι ο απαγχονισμός του Γρηγορίου Ε’ ήταν λάθος, όχι από ανθρωπιστική άποψη, αλλά από την σκοπιά της κρατικής σκοπιμότητας. Ο ιστοριογράφος Εσάτ Εφέτης θεωρεί υπεύθυνο για τον απαγχονισμό του Γρηγορίου Ε’ τον Χατζή Χαλίλ Εφέντη, Σεϊχουλισλάμη, ανώτατο θρησκευτικό αρχηγό των Οθωμανών. Ωστόσο, ο Χαλίλ Εφέντης, αφού έλαβε τη διαβεβαίωση από τον Πατριάρχη ότι δεν είχε καμία ανάμειξη στο κίνημα του Υψηλάντη, ζήτησε από τον Σουλτάνο να τηρήσει ό,τι επιτάσσει το Κοράνι: διαχωρισμό αθώων και ενόχων αλλά αρνήθηκε να εκδώσει φετφά (διαταγή) για τη σφαγή των Ελλήνων της Πόλης. Ο σουλτάνος εξοργίστηκε και διέταξε ο Χαλίλ να εξοριστεί στη Λήμνο. Πριν φύγει, όμως, βασανίστηκε και υπέκυψε στα τραύματά του στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Εσάτ θεωρεί όμως ότι: «Αν δεν εφηρμόζετο τοιούτον μέτρον εναντίον του (ο απαγχονισμός του) θα ηδύνατο χάρις εις την επιρροήν του να κατασβέσει το πυρ της εξεγέρσεως των Ρωμιών». Μαζί του συμφωνεί και ο Δζεβδέτ πασάς: «Κι ενώ κατά τις δηλώσεις των τότε ευρεθέντων εις τα πράγματα το πυρ της Επαναστάσεως ευρίσκετο εις το σημείον του να κατασταλεί, ο απαγχονισμός του Πατριάρχου κατετάραξεν όλους τους εις το ορθόδοξον θρήσκευμα ανήκοντας Χριστιανούς, οι δε Ρωμιοί ετράπησαν τότε προς την οδόν του αντί πάσης θυσίας αγώνος και ήρχισαν να προπαρασκευάζονται με πολλήν εθελουσίαν. Και τέλος η κατάστασις αυτή απέληξεν εις την ίδρυσιν του ελληνικού κράτους…».
Έγραψαν για τον Γρηγόριο Ε’:
Ο Σαράντος Καργάκος, («Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821»), γράφει για την «αυτοθυσία και το μαρτύριο του Γρηγορίου Ε’» και θεωρεί την πράξη του πολιτική. Συνεχίζει, αναφέροντας ότι «ο Γρηγόριος δεν ήταν ηγέτης της Φιλικής (Εταιρείας). Ήταν ηγέτης ενός απέραντου κόσμου Ορθοδόξων. Στη συνείδησή του, βάραινε περισσότερο η διατήρηση της Εκκλησίας και η σωτηρία του ποιμνίου του, παρά η πορεία του κινήματος που μετά την αποκήρυξη του τσάρου πίστευε ότι δεν έχει προοπτικές επιτυχίας. Εξάλλου έχοντας ζήσει ως παιδί τη φρίκη των Ορλοφικών δεν είχε φιλεπαναστατικές τάσεις».
«Αναμφισβήτητο λοιπόν είναι, τόσο από τα τεκμήρια όσο και από τις γνώμες που παραθέσαμε, πως ο Γρηγόριος Ε’ δεν συνέβαλε άμεσα στην εθνεγερσία. Όμοια όμως αναμφισβήτητο στέκεται πως ο τραγικός θάνατός του πρόσφερε σημαντική υπηρεσία σ’ αυτή. Οι τύραννοι ούτε που ήξεραν κι ούτε πρόκειται ποτέ να μάθουν τη μεγάλη αλήθεια, πως πιο ακαταμάχητοι κι απ’ αυτούς τους ήρωες είναι οι μάρτυρες. Η αγχόνη που πήρε τη ζωή του αντί ν’ απελπίσει το αγωνιζόμενο έθνος χαλύβδωσε την απόφασή του να ζήσει ελεύθερο ή να πεθάνει.» (ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ, «Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821, Τόμος α’, Τρίτη έκδοση, 2016, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Σ.Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ).

«Αν η Πύλη είχε αποδείξεις της ενοχής του θύματός της, όπως ισχυριζόταν, γιατί δεν τις ανακοίνωνε; Γιατί δεν τις κοινοποιούσε στις πρεσβείες, όπως ζητούσε ο πρεσβευτής της Ρωσίας, ώστε να είναι απόλυτα δικαιολογημένη και να προλάβει τα δεινά που την απειλούσαν; Αναμφισβήτητο είναι πως ο Πατριάρχης γνώριζε την ύπαρξη και τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας. Δεν ήταν δυνατόν, άλλωστε, να τους αγνοεί ο πνευματικός πατέρας όλων των Ελλήνων, τη στιγμή που τους γνώριζαν πλήθη ανθρώπων από κάθε τάξη. Δεν ήταν, όμως, μέρος της, δηλαδή συνωμότης κατά της τουρκικής εξουσίας».