Δεν υπάρχει μόνο Εφηρμοσμένη Πληροφορική για την αυτοματοποίηση πχ των σουπερμάρκετ, των τραπεζών ή τηςκινητής τηλεφωνίας. Ραγδαία αναπτύσσεται, επίσης, το πεδίο τηςΚοινωνιο-Πληροφορικής (Socio-Informatics) για τη μελέτη των καθημερινών κοινωνικών σχέσεων ως δίκτυο (στο σχολείο, στοναθλητισμό, στην εργασία κλπ) με αλγεβρικούς τύπους. Μία τέτοια νέα αλγεβρική οπτική για την ανάλυση παραγόντων που επηρεάζουν τη συμπεριφορά ατόμων σε περιβάλλοντα αθλητικά, εκπαιδευτικά και εργασιακά δίνεται μέσα από τη διδακτορική έρευνα της Δρος Λίτσα Μαρίας, υπό την επίβλεψη της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας ΤΕΦΑΑ ΠΘ κας Αλεξάνδρας Μπεκιάρη. Μέσω ανάλυσης κοινωνικών δικτύων αποδεικνύεται η σύνδεση μεταξύ «διαπροσωπικής έλξης», «κοινωνικής δύναμης»(πειθούς ή πίεσης) και «λεκτικής επιθετικότητας» σε διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα (μαθητών, αθλητών, φοιτητών,εργαζομένων). Η έρευνα καταγράφει επίσημες ή ανεπίσημες ιεραρχίες τέτοιας έλξης, δύναμης και επιθετικότητας. Δεν είναι όλοι οι μαθητές, οι φοιτητές, οι αθλητές ή εργαζόμενοι εξίσου ελκυστικοί, ισχυρής πειθούς/πίεσης ή επιθετικοί. Αυτές οι τρεις παράμετροι εξαρτώνται από ποικίλους παράγοντες, πχ φύλο, ηλικία, προέλευση αστική ή αγροτική. Η παρούσα έρευνα μπορεί να συμβάλει στην πρόληψη επιθετικής συμπεριφοράς, βελτίωσηεπικοινωνίας, ομαλή συνύπαρξη/συμπερίληψη και αποτελεσματικότερη συμβουλευτική.
Ορισμένα βασικά αποτελέσματα είναι τα ακόλουθα: Διαφαίνεταιότι όταν κάποιος περνά από την εκπαιδευτική στην επαγγελματική αρένα τείνει να απαρνείται μια κοινά αποδεκτή αξιοκρατία υπέρ προσωπικού φθόνου προς τον «καλύτερο»(τουλάχιστον από άποψη κοινωνικότητας και πειθούς/πίεσης), καθώς στο σχολείο η ελκυστικότητα (γνωσιακή/κοινωνική) προστατεύει από λεκτική επιθετικότητα, ενώ στο επάγγελμα τηνπροκαλεί. Όσον αφορά την προέλευση, τα άτομα από αγροτικούς χώρους τείνουν να χαίρουν μεγαλύτερης εκτίμησης γνωσιακά ήκοινωνικά. Ιδίως στην επαγγελματική αρένα, τείνουν ν’ ασκούν μεγαλύτερη πειθώ/πίεση, αλλά να γίνονται και ευκολότερα στόχοι λεκτικών επιθέσεων. Αντίθετα, τα άτομα αστικής προέλευσηςτείνουν να εμφανίζουν λεκτική επιθετικότητα. Διαφαίνεται, λοιπόν, ακόμη μια ένδειξη φθόνου και μάλιστα βασιζόμενη σε χωροταξικές-κοινωνικές διακρίσεις! Σε ό,τι αφορά το φύλο, διαφαίνεται ιδιαίτερη λεκτική όξυνση της ανταγωνιστικότητας των αντρών στην αθλητική αρένα, πράγμα που μπορεί να αποδοθεί στον εξ αντικειμένου ανταγωνισμό, και των γυναικών στην επαγγελματική αρένα, πράγμα που δύναται ενδεχομένως να οφείλεται στην ανάγκη υπέρβασης στερεοτύπων κοινωνικού φύλου. Βασικό «όπλο» των γυναικών φαίνεται σε κάθε πεδίοδραστηριότητας να είναι η εικόνα της «καλής γνώσης», ενώ των ανδρών, τουλάχιστον στο ακαδημαϊκό πεδίο, η εικόνα «κοινωνικότητας». Τα αγόρια στο σχολείο, πάντως, φαίνονται να είναι οι πιθανότεροι στόχοι λεκτικών επιθέσεων. Τέλος, ταμεγαλύτερα σε ηλικία άτομα, αντί να δίνουν παράδειγμα ομαλής επικοινωνίας, ασκούν λεκτική επιθετικότητα σε νεαρότερα άτομα, δείχνοντας έτσι ότι απλώς αναζητούν φαινομενικά «ευκολότερους» στόχους για να εκτονώσουν απωθημένα ή να επιβληθούν.
Γενικά, τα αποτελέσματα τείνουν να συνηγορούν με την άποψη ότι, ανεξαρτήτως πεδίου δραστηριότητας, άτομα που βρίσκονται στην κορυφή ιεραρχιών έλξης (γνωσιακής και κοινωνικής) καιδύναμης (πειθούς/πίεσης) και, ταυτόχρονα, σε χαμηλότερα επίπεδα στοχοποίησης λεκτικής επιθετικότητας (δηλ. προστατεύονται από αυτήν) επιζητούν τη συνεργασία με άλλους (ομαδικό πνεύμα), τη συζήτηση και είναι υπεράνω λεκτικήςεπιθετικότητας. Εκείνοι, πάλι, που διακρίνονται στην ιεραρχία της λεκτικής επιθετικότητας, βρίσκονται στα χαμηλότερα επίπεδα ιεραρχιών έλξης και κοινωνικής δύναμης, χωρίς να αναγνωρίζουν, ωστόσο, ότι είναι λεκτικά επιθετικοί. Εναλλακτικώς, ισχυρίζονται ότι άλλοι προκαλούν τη «δικαιολογημένη» επιθετικότητά τους.Πιστεύουν μόνο στην θεσμική διάσταση της κοινωνικής δύναμης(πίεση αντί πειθούς) αντλούμενη από ηγετικές θέσεις (πχ αρχηγός ομάδας, διευθυντής κτλ). Δεν παραλείπουν, επίσης, να προβαίνουν σε επίδειξη δύναμης.
Μπορεί να συγκρατήσει κανείς ότι: α) η εκπαίδευση τείνει να διδάσκει την «ιδανική» αξιοκρατία, που απέχει πολύ από την «φθονερή» πραγματικότητα του επαγγελματισμού, β) χρειάζεται διαπαιδαγώγηση των αθλητών στην ευγενέστερη (και όχι λεκτικά οξυμένη) άμιλλα και περαιτέρω διερεύνηση του ρόλου του «κοινωνικού φύλου» στις επαγγελματικές σχέσεις, γ) η αύξηση της ηλικίας τείνει να οδηγεί σε φθορά παρά σε υποδειγματική συμπεριφορά, δ) η λεκτική επιθετικότητα είναι αντίδραση απόγνωσης των αδύναμων, καθώς οι ελκυστικοί και πειστικοί δεν καταφεύγουν στη λεκτική επιθετικότητα και την αφήνουν ως «όπλο» απόγνωσης στους αδύναμους, οι οποίοι διαρκώς αυτό-δικαιολογούνται ή δεν καταλαβαίνουν την επιθετικότητά τους.
Με τιμή
Μπεκιάρη Αλεξάνδρα
Αν Καθηγ ΤΕΦΑΑ ΠΘ