Η Κύπρος έχει πρόσβαση σε αμερικανικό αμυντικό υλικό με τις ΗΠΑ να αξιοποιούν την γεωστρατηγική της θέση
Στις 15 Ιανουαρίου ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, λίγες μόλις μέρες πριν παραδώσει το Λευκό Οίκο στον Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε προεδρική απόφαση με την οποία η Κύπρος εντάσσεται σε τρία αμυντικά προγράμματα των ΗΠΑ, τα οποία είχαν εν μέρει προαναγγελθεί.
Τα προγράμματα που ανοίγουν για την Κύπρο
Πιο συγκεκριμένα τα προγράμματα που πλέον ανοίγουν για την Κυπριακή Δημοκρατία είναι:
Το πρόγραμμα Διεθνών Πωλήσεων Στρατιωτικού Υλικού (FMS). Πρόκειται για το πρόγραμμα διακρατικής πώλησης οπλικών συστημάτων από τις ΗΠΑ (government to government) υπό την επιπτεία της Υπηρεσίας Συνεργασίας Ασφαλείας του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ (DSCA).
Το πρόγραμμα παροχής Πλεονάζοντος Αμυντικού Υλικού (EDA). Αφορά τη δυνατότητα προμήθειας μεταχειρισμένου εξοπλισμού των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων που έχει αποσυρθεί. Υλικό το οποίο μεταβιβάζεται με μειωμένο κόστος, ή εντελώς δωρεάν, ανάλογα με την κατάσταση του υλικού και η χώρα που τα παραλαμβάνει πρέπει να τα επαναφέρει σε λειτουργική κατάσταση, με δικά της έξοδα.
Προγράμματα που προσφέρουν εκπαίδευση και εξοπλισμό στις δυνάμεις ασφαλείας ξένων χωρών (Title 10 Security Assistance Programs). Ένα πρόγραμμα που θεωρείται ότι θα ενισχύσει σημαντικά τις δυνατότητες και την εκπαίδευσης της Εθνικής Φρουράς στην Κύπρο. Η ευθύνη ανήκει στο αμερικανικό Υπουργείο Άμυνας και συνδέεται άμεσα με την προώθηση των συμφερόντων ασφαλείας των ΗΠΑ.
Πλήρης ευθυγράμμιση της Κύπρου με τις ΗΠΑ
Η απόφαση για τα τρία συγκεκριμένα προγράμματα έρχεται ως ανταμοιβή για την πλήρη εναρμόνιση της Κυπριακής Δημοκρατίας με τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον στην περιοχή, την διακοπή των σχέσεων με τη Ρωσία και την άνευ όρων προσφορά βοήθειας στις αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις. Με το νησί να λειτουργεί κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Μέση Ανατολή, σε μεγάλο βαθμό, ως αμερικανική βάση.
Ωστόσο μετά το κόψιμο των δεσμών με τη Ρωσία, η Κύπρος θα πρέπει να προχωρήσει σε πλήρη αναδιαμόρφωση της Εθνικής Φρουράς, για να καταφέρει να πετύχει διαλειτουργικότητα τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με τις χώρες του ΝΑΤΟ. Και αυτό γιατί μέχρι σήμερα το αμυντικό υλικό της είχε κύρια χώρα προέλευσης τη Ρωσία, δεδομένου και του εμπάργκο από την Ουάσιγκτον.
Εγχείρημα που θα απαιτήσει χρόνο και σημαντικά κονδύλια.
Με τη Λευκωσία να φιλοδοξεί να αξιοποιήσει τις εν λόγω αποφάσεις για να αναβαθμίσει τις βάσεις της σε Μαρί και Πάφο, όπως επισημαίνει δημοσίευμα του «Φιλελεύθερου».
Η απόκτηση αμερικανικών ελικοπτέρων θα μπορούσε να είναι στους στόχους, τόσο για στρατιωτικούς σκοπούς όσο και για την πολιτική προστασία και την πυρόσβεση. Καθώς και πλωτά μέσα ακτοφυλακής.
Προτεραιότητα για την Λευκωσία θα είναι η απόκτηση εξοπλισμού μέσω EDA, κάτι που ωστόσο δεν έχει δείξει να δουλεύει στην περίπτωση της Ελλάδας, αφού το υλικό που αποσύρεται απαιτεί σημαντικό κόστος επαναφοράς.
Η Λευκωσία σημειώνει ότι διατηρεί ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας και με την πλευρά Τραμπ προκειμένου να προχωρήσουν τα προγράμματα και με τη νέα διοίκηση.
Η Τουρκία
Άμεση ήταν η αντίδραση της Τουρκίας που καταδίκασε την απόφαση Μπάιντεν και την χαρακτήρισε «σοβαρό λάθος» το οποίο και θα οδηγήσει σε «αύξηση εξοπλιστικών δραστηριοτήτων στο νησί».
Η απόφαση των ΗΠΑ δίνει συγκεκριμένες δυνατότητες στη Λευκωσία και αναδεικνύει την πρόθεση της Ουάσιγκτον να διεκδικήσει αύξηση της επιρροής της στο νησί. Και μάλιστα σε μία περίοδο που η Μέση Ανατολή βρίσκεται σε κατάσταση αλλαγών, με τη γεωπολιτική ρευστότητα να δημιουργεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Η Τουρκία θεωρείται βέβαιο πως θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει την εν λόγω απόφαση, σε περίπτωση που θελήσει να αυξήσει την ένταση, με το Κυπριακό να έχει ήδη μπει σε διαδικασία προσπαθειών επανεκκίνησης των συνομιλιών.
Η στάση που θα επιλέξει να κρατήσει ο Ντόναλντ Τραμπ θα είναι καθοριστική για τις εξελίξεις.