Δεξιά στροφή επέλεξε ο Μητσοτάκης. Προτάθηκε ο Τασούλας για ΠτΔ. Πετάχθηκε στον «κάλαθο των αχρήστων» η περίφημη συναίνεση. Το σκεπτικό γύρω από την επιλογή και ο μακρύς δρόμος της ψηφοφορίας.
Τέλος στην ονοματολογία και τη… συναίνεση έβαλε ο πρωθυπουργός ανακοινώνοντας το πρωί της Τετάρτης την πρόταση του για τον νέο πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανάμεσα στους δύο δρόμους που έχει να επιλέξει πήρε τον δεξιό και ο Κωνστατίνος Τασούλας προτάθηκε για ΠτΔ.
Στο τελικό ζύγι, αποφάσισε ότι αυτό που προέχει είναι το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και το κομματικό του ακροατήριο με το όνομα κ. Τασούλα να εξυπηρετεί μια στενά κομματική υποψηφιότητα που θα λειτουργήσει ενωτικά μόνο για την «γαλάζια» κοινοβουλευτική ομάδα.
Τον νυν πρόεδρο της Βουλής Κωνσταντίνο Τασούλα πρότεινε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης για νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ζυγίζοντας τα δεδομένα της συγκυρίας, δεν είχε κανένα πρόβλημα να πάρει πίσω μάλιστα όσα έχει πει στο παρελθόν. Σε συνέντευξή του στο Live News (Mega), στις αρχές του Οκτωβρίου (2024), δήλωνε ότι «είναι σημαντικό ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να μπορεί να έχει υπερκομματικά χαρακτηριστικά… Δε νομίζω ότι το πνεύμα του Συντάγματος είναι να επιλεγεί ένας Πρόεδρος, ο οποίος να έχει, αμιγώς κομματικά και όχι και θεσμικά χαρακτηριστικά».
Τίποτα όμως δεν τον εμπόδισε, τρεις μήνες μετά, να κάνει (δεξιά) στροφή και για να αμβλύνει τις αντιδράσεις να επικαλεστεί την «ευρεία αποδοχή» στο πρόσωπο του Κ. Τασούλα που προκύπτει «από το γεγονός ότι εξελέγη τρεις φορές Πρόεδρος του Ελληνικού Κοινοβουλίου με την ισχυρότερη πλειοψηφία στη Μεταπολίτευση: με 283, 270 και 249 ψήφους».
Ωστόσο, αυτό δεν μοιάζει αρκετά για να επαναληφθεί για το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα που προτείνεται.
Ο Γενάρης δεν θα βγάλει Πρόεδρο της Δημοκρατίας
Η λογική λέει ότι για την εκλογή του κ. Τασούλα θα χρειαστεί να φτάσουμε έως την τέταρτη ψηφοφορία της 12ης Φεβρουαρίου, όπου εκεί ο Πρόεδρος μπορεί να εκλεγεί με 151 ψήφους. Οι διαδικασίες εκλογής θα εκκινήσουν άμεσα με την πρώτη ψηφοφορία να πραγματοποιείται στις 25 του Γενάρη.
Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Συντάγματος, η διαδικασία εκλογής Προέδρου έχει ως εξής:
- Γίνεται με ονομαστική ψηφοφορία και σε ειδική συνεδρίαση, που συγκαλείται από τον Πρόεδρο της Βουλής έναν τουλάχιστο μήνα πριν λήξει η θητεία του εν ενεργεία Προέδρου της Δημοκρατίας, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής.
- Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται εκείνος που συγκέντρωσε την πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών (200 βουλευτές)
- Αν δεν συγκεντρωθεί η πλειοψηφία αυτή, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται, με την ανάγκη συγκέντρωσης της ίδιας πλειοψηφίας, ύστερα από πέντε ημέρες. Αν δεν επιτευχθεί ούτε στη δεύτερη ψηφοφορία η οριζόμενη πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ακόμη μία φορά ύστερα από πέντε ημέρες, οπότε εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών (180 βουλευτών).
- Αν δεν επιτευχθεί ούτε και στην τρίτη ψηφοφορία η αυξημένη αυτή πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ύστερα από πέντε ημέρες και εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (150 βουλευτών). Αν δεν επιτευχθεί ούτε αυτή η πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ύστερα από πέντε ημέρες και εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε τη σχετική πλειοψηφία (120 βουλευτών).
Του γυρίζουν την πλάτη τα προοδευτικά κόμματα
Με τα δεδομένα που έχουμε σήμερα νούμερα όπως το 200, ακόμα και το 180 που απαιτούνται στην τρίτη ψηφοφορία θα είναι σχετικά δύσκολο να υπάρξουν. Τα λεγόμενα προοδευτικά κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Νέα Αριστερά, Πλεύση Ελευθερίας) ενοχλημένα από τη μη τήρηση των πολιτικών ειωθότων των τελευταίων δεκαετιών που ήθελε η πρόταση για τον ΠτΔ να είναι ένα πρόσωπο ευρύτερης αποδοχής που τοποθετείτο σε διαφορετική πλευρά του δημοκρατικού πολιτικού φάσματος από την εκάστοτε κυβέρνηση τραβούν το δικό τους δρόμο και τα «κουκιά» δεν βγαίνουν οδηγώντας, εκτός απροόπτου, σε τέταρτη ψηφοφορία.
Νέα ήθη…
Η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας με τόσο μικρό αριθμό ψήφων μας γυρνά πολλά χρόνια πίσω. Το 1985 ο Χρήστος Σαρτζετάκης, μια σημαντική προσωπικότητα της δικαιοσύνης προερχόμενη από την κεντροαριστερά , προτάθηκε από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και εκλέχθηκε με 180 ψήφους (σε μια ιστορικά επεισοδιακή εκλογή). Αυτή ήταν και τελευταία φορά μέχρι σήμερα που η πρόταση ΠτΔ προερχόταν από όμορο πολιτικό χώρο με το κυβερνών κόμμα. Το 1995 εκλέχθηκε ο Κωστής Στεφανόπουλος ο οποίος με τη στήριξη της Πολιτικής Άνοιξης και του ΠΑΣΟΚ εξελέγη στις 8 Μαρτίου 1995, κατά την τρίτη ψηφοφορία, με 181 ψήφους ως ο πέμπτος Πρόεδρος Δημοκρατίας.
Την στροφή δεξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη είχε προβλέψει ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Από το βήμα του 4ο OT FORUM ήταν καταπέλτης. Η στάση του πρωθυπουργού οδηγεί σε «θεσμική παρεκτροπή που προσβάλλει τον θεσμό» είχε πει ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και εξηγούσε πως «αυτό γίνεται γιατί έχει σοβαρά εσωκομματικά προβλήματα. Ο κ. Σαμαράς διεγράφη αλλά είναι ισχυρές οι απόψεις του στο εσωτερικό της ΝΔ όπως και του κ. Καραμανλή».
Πρόσθεσε πως «δεν είναι ορθό θεσμικά και πολιτικά εξαιτίας των εσωκομματικών προβλημάτων ένας πρωθυπουργός να μην τοποθετείται όπως αρμόζει απέναντι σε μια θεσμική διαδικασία».
Έκρινε δε πως η εκλογή προέδρου μπορεί να προκαλέσει πολιτικά γεγονότα. «Όχι την πτώση της κυβέρνησης» αλλά «μείζον πολιτικό πρόβλημα για το κυβερνητικό κόμμα αν δεν εξασφαλίσει πλειοψηφία».
Ο Αντώνης Σαμαράς και ο Νικήτας Κακλαμάνης
Πράγματι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έχοντας διαγράψει τον Αντώνη Σαμάρα μοιάζει σαν να μην έχει ξεμπερδέψει πολιτικά με τον Μεσσήνιο πολιτικό αφού η πίεση που ασκεί δείχνει να μην είναι αμελητέα. Ωστόσο, ο πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, έχοντας στην πλάτη του μια πλούσια πολιτική καριέρα και τεράστια πολιτική εμπειρία δεν κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια αν μάλιστα επιβεβαιωθούν οι φήμες για τον αντικαταστάτη του Κωνσταντίνου Τασούλα από τη θέση του προέδρου της Βουλής.
Το κατώφλι του Μεγάρου Μαξίμου πέρασε το μεσημέρι της Τετάρτης ο Νικήτας Κακλαμάνης, γεγονός που τον καθιστά ως το μεγάλο «φαβορί» για τη θέση η οποία λίαν συντόμως θα μείνει «ανοιχτή».
Υπενθυμίζεται πως ο Νικήτας Κακλαμάνης από τον Φεβρουάριο του 2015 έως τον Ιούλιο του 2019 διετέλεσε Δ’ αντιπρόεδρος της Βουλής, την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι και τον Ιούλιο του 2023 χρημάτισε Α’ αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων επί κυβερνήσεως Νέας Δημοκρατίας.
Ο Νικήτας Κακλαμάνης που βρέθηκε μεταξύ των «γαλάζιων ανταρτών» αν αναλάβει το αξίωμα θα ικανοποιήσει εσωκομματικά την περίφημη «λαϊκή δεξιά» και θα απομονώσει ακόμα περισσότερο τον Αντώνη Σαμαρά και τα ερείσματα που έχει στη συγκεκριμένη ομάδα.