Σύμφωνα με μια τάση, ιδιαίτερα έντονη στη δημόσια σφαίρα, αυτή τη στιγμή η χώρα μας έχει την μόνη εφικτή πολιτική και εκδοχή διακυβέρνησης που θα μπορούσε να έχει μέσα στη δεδομένη συγκυρία.
Σύμφωνα με αυτόν τον τρόπο σκέψης ακόμη και εάν δεν μας αρέσουν όλες οι πτυχές αυτής της πολιτικής, είναι η μόνη εφικτή, η μόνη που αποδέχονται οι αγορές και εγκρίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση που γι’ αυτό μας ανταμείβει με θετικές αξιολογήσεις.
Η τάση αυτή δεν ξεκίνησε τώρα. Ξεκίνησε το 2019 όταν προβλήθηκε η άποψη ότι η χώρα μας επέστρεψε στην «κανονικότητα». Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, όλα όσα είχαν προηγηθεί από το 2015 και μετά ήταν απλώς μια παρέκκλιση από την κανονικότητα, μια άσκοπη σπατάλη χρόνου που στηρίχτηκε σε ένα είδος «ομαδικής παράκρουσης» και επιτέλους στις εκλογές του 2019 η ελληνική κοινωνία «ήρθε στα συγκαλά της» και γύρισε την πλάτη στον «λαϊκισμό».
Στις εκλογές του 2023 θεωρήθηκε ότι είχαμε τον οριστικό θρίαμβο αυτή της πολιτικής, αφού παρά τα σημάδια δυσαρέσκειας, η κυβέρνηση κατάφερε να επανεκλεγεί και η ευρύτερη αντιπολίτευση μπήκε σε μια τροχιά κρίσης από την οποία ακόμη δεν έχει καταφέρει να εξέλθει.
Αυτό τροφοδότησε μια έπαρση σε όσους είναι – ή πιστεύουν ότι είναι… – διαμορφωτές της κοινής γνώμης, που αποτυπώνεται στον απαξιωτικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι πολύ εντονότερες πλέον ενδείξεις σημαντικής κοινωνικής δυσαρέσκειας, αλλά και στην περιφρονητική αντιμετώπιση όσων επισημαίνουν τα προβλήματα με την υπάρχουσα πολιτική.
Αυτό φαίνεται άλλωστε και στην ίδια την κυβερνητική ρητορική που επιμένει να κάνει διαρκώς θετικούς απολογισμούς – που συγκρούονται με την πραγματικότητα που βιώνει το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας – και να θεωρεί ότι αρκούν μικρής κλίμακας υποσχέσεις για να κατευναστούν οι όποιες αντιδράσεις.
Όμως, δύσκολα μπορώ να σκεφτώ χειρότερο οδηγό για την άσκηση πολιτικής από την έπαρση. Μπορώ, προφανώς, να καταλάβω τι την τροφοδοτεί: το γεγονός ότι υπάρχει μια ισχυρή συμπαγής μειοψηφία που θεωρεί ότι τα πράγματα πάνε προς τη σωστή -βολική για αυτή- κατεύθυνση, ότι αυτή αποτελεί ως ένα βαθμό και τον πυρήνα της εκλογικής επιρροής της κυβερνητικής παράταξης, που εξακολουθεί να προηγείται αν και χωρίς αξιώσεις αυτοδυναμίας, ότι από αυτήν προφανώς προέρχεται και μεγάλο μέρος των διαμορφωτών της κοινής γνώμη, όπως και το γεγονός ότι την ίδια στιγμή πολύ απλά δεν υπάρχει κάποια πολιτική δύναμη που να μπορεί με αξιώσεις να πει «είμαι η εναλλακτική πολιτική λύση» και να διεκδικήσει να διαμορφώσει μια πλειοψηφική πολιτική αλλά και εκλογική δυναμική. Μέγας χορηγός αυτής της αλαζονείας και της σιγουριάς είναι και η συμφέρουσα για το σύστημα αποχή, που δεν σταματά να καταγράφει επίπεδα ρεκόρ, αφήνοντας περιθώριο για ερμηνείες κατά το δοκούν και στερώντας μοχλούς πίεσης για αλλαγή πολιτικής.
Όμως, την ίδια στιγμή όλα αυτά παραπέμπουν σε μια πολύ επιλεκτική πρόσληψη της πραγματικότητας. Γιατί κανείς θα μπορούσε να δει παράλληλα και άλλα στοιχεία: τις σημαντικές γεωπολιτικές ανατροπές στην περιοχή που φέρνει η αντικειμενική αναβάθμιση της Τουρκίας μετά τις εξελίξεις στη Συρία. Τα σύννεφα που μαζεύονται στον ορίζονται της ελληνικής οικονομίας μέσα σε ένα περιβάλλον ευρωπαϊκής στασιμότητας και ενώ δεν έχουμε απαντήσει στα ανοιχτά ερωτήματα για ένα βιώσιμο παραγωγικό πρότυπο που να μην εξαρτάται από παραδοσιακές «ατμομηχανές» χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Το γεγονός ότι αυτό που συνήθως περιγράφουμε ως «ακρίβεια» έχει πια εξελιχθεί σε μια πραγματική «κρίση κόστους ζωής», κάνοντας τα πράγματα πολύ δύσκολα για τους εργαζομένους που διαπιστώνουν ότι παρά τις ονομαστικές αυξήσεις των μισθών, η αγοραστική δύναμή τους υποχωρεί διαρκώς. Τη συνολικότερη απογοήτευση από το πολιτικό σύστημα που αποτυπώνεται εντόνως στις δημοσκοπήσεις. Το γεγονός ότι η νεολαία αισθάνεται απογοητευμένη από το εκπαιδευτικό σύστημα και γενικά αρκετά πιο οργισμένη. Και σε αυτό το τελευταίο θέλω να σταθώ γιατί η νεολαία ήταν και είναι πάντα απρόβλεπτη, με τις παρέες να γράφουν ιστορία και την «αλαζονεία» της νιότης να μπορεί να χτυπήσει στα ίσα την αλαζονεία της εκάστοτε εξουσίας, φωνάζοντας «ο βασιλιάς είναι γυμνός». Η νεολαία που λοιδορείται, περιμένοντας να κουραστούν και να φύγουν από τους δρόμους, στις επόμενες εκλογές μπορεί να μην επιλέξουν να πάνε για καφέ ή στην παραλία «φτύνοντας» από μακριά το σύστημα, αλλά στην κάλπη και τότε η όποια πρόβλεψη καθίσταται εξαιρετικά επισφαλής.
Όλα αυτά παραπέμπουν σε μια συνθήκη που είναι αρκετά διαφορετική από αυτή που περιγράφουν όσοι επιμένουν να πιστεύουν ότι «ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο». Μια συνθήκη που δείχνει ότι μεγάλο μέρος της κοινωνίας θα ήθελε τα πράγματα να πήγαιναν σε μια διαφορετική κατεύθυνση. Μια συνθήκη που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κοινωνικές εκρήξεις. Μια συνθήκη, τέλος, που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει μεγάλες πολιτικές ανατροπές, εάν εμφανίζονταν πολιτικά σχήματα που θα μπορούσα να εκπροσωπήσουν – και να μετασχηματίσουν συνάμα σε αποτελεσματική πολιτική στάση και δράση – τη δυσαρέσκεια.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι πίσω από την εικόνα μιας παντοδυναμίας ή απουσίας εναλλακτικής λύσης και κατά συνέπεια διαιώνισης της σημερινής πραγματικότητας, αναπτύσσονται κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές που κινούνται μάλλον στην αντίθετη κατεύθυνση και που απλώς δεν έχουν ακόμη βρει τρόπο έκφρασης ή μια πολιτική διέξοδο. Δυναμικές ως ένα βαθμό υπόγειες, όμως όχι γι’ αυτόν τον λόγο λιγότερο υπαρκτές. Δυναμικές που όσο περνάει ο καιρός και εντείνονται τα προβλήματα που τις δημιουργούν, θα γίνονται και πιο ισχυρές.
Οι πολιτικές ανατροπές συνήθως δεν προαναγγέλλονται. Και συχνά τα σημεία «μη επιστροφής» ως προς τον πραγματικό κοινωνικό συσχετισμό δύναμης και τα οξυμένα πνεύματα μέσα στην κοινωνία δεν γίνονται αμέσως αντιληπτά, παρά μόνο εκ των υστέρων. Και παρότι δεν είναι εύκολο – ούτε και συνετό ίσως – να γίνονται προβλέψεις ως προς τέτοια ζητήματα, είναι πολύ πιθανό η χρονιά που ξεκίνησε να είναι αυτή, κατά την οποία η δυνατότητα τέτοιων ανατροπών μπορεί να γίνει πολύ πιο αισθητή.
Αρκεί βέβαια να υπάρξουν οι πολιτικές δυνάμεις και οι πολιτικοί που όχι μόνο θα αναγνωρίσουν αυτές τις δυναμικές αλλά και θα δοκιμάσουν να διαμορφώσουν σχήματα που θα μπορέσουν να τους δώσουν σαφές περίγραμμα, περιεχόμενο και πρωτίστως προοπτική διακυβέρνησης. Που θα δώσουν στον κυρίαρχο των δημοσκοπήσεων, στον «Κανέναν» πρόσωπο, εκμηδενίζοντας την πιθανότητα να πάρει την αποκρουστική μορφή της ακροδεξιάς.