Επιστήμονες στην Κίνα ανέπτυξαν ένα πρωτότυπο αντηλιακόπου προστατεύει από την υπεριώδη ακτινοβολία του ήλιου, ενώ παράλληλα διατηρεί το δέρμα δροσερό, ακόμη και το καλοκαίρι. Η προσέγγιση, γνωστή ως ψύξη με ακτινοβολία, έχει ήδη εφαρμοστεί στη δημιουργία υφασμάτων που ανακλούν μακριά τη θερμότητα και μειώνουν τη θερμοκρασία του σώματος, καθώς και της πιο λευκής μπογιάς στον κόσμο, η οποία είναι τόσο αποτελεσματική στην αντανάκλαση του φωτός ώστε οτιδήποτε επικαλύπτεται με αυτήν παραμένει αρκετούς βαθμούς πιο δροσερό από τη θερμοκρασία περιβάλλοντος.
Το νέο αντηλιακό αξιοποιεί την ικανότητα ορισμένων ουσιών να αντανακλούν το φως και τη θερμότητα για την προστασία του δέρματος. Το σκεύασμα μείωσε τη θερμοκρασία του δέρματος από 4,2 έως 6 βαθμούς Κελσίου.
Το αντηλιακό περιέχει έξι συστατικά: απιονισμένο νερό, αιθανόλη, ενυδατική κρέμα, χρωστικές ουσίες καολίνης, ένα πολυμερές σιλικόνης που ονομάζεται πολυδιμεθυλοσιλοξάνη και νανοσωματίδια διοξειδίου του τιτανίου. Το τελευταίο συστατικό χρησιμοποιείται ήδη στα αντηλιακά του εμπορίου και τα νανοσωματίδια θεωρούνται ασφαλή για το δέρμα. Πράγματι, το αντιηλιακό δεν προκάλεσε ερεθισμό στο δέρμα πειραματόζωων και ανθρώπων.
Όπως ανέφεραν οι ερευνητές, οι ιδιαιτερότητες αυτών των νανοσωματιδίων τους επέτρεψαν να επιτύχουν το μεγαλύτερο ψυκτικό αποτέλεσμα. Η ομάδα τροποποίησε το μέγεθος των νανοσωματιδίων διοξειδίου του τιτανίου έτσι ώστε να αντανακλούν το υπεριώδες φως αλλά και να προκαλούν ψύξη μέσω ακτινοβολίας. Διαπιστώθηκε πως το αντιηλιακό προσφέρει βαθμό προστασίας SPF 51. Είναι επίσης αδιάβροχο και παραμένει αποτελεσματικό για 12 ώρες όταν το ηλιακό φως προσομοιώνεται με μια λάμπα ξένου.
Το τελικό προϊόν δοκιμάστηκε σε ζεστό και υγρό περιβάλλον προκειμένου να μετρηθεί η επίδραση της ψύξης με ακτινοβολία. Το σκεύασμα δεν είναι επίσης πολύ ακριβό – εκτιμούν ότι κοστίζει επί του παρόντος 0,92 δολάρια για κάθε 10 γραμμάρια. Η ομάδα πιστεύει ότι θα μπορούσε εύκολα να εμπορευματοποιηθεί και να αποτελέσει έναν καλό τρόπο προστασίας των ανθρώπων από τα συχνά κύματα καύσωνα τα οποία γίνονται όλο και πιο συχνά εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Αμερικανικής Χημικής Εταιρείας «Nano Letters».