Οι σύντομες αλλά ισχυρές βροχοπτώσεις, που διαρκώς αυξάνονται οδηγώντας σε πλημμυρικά φαινόμενα, αλλά και η ποσότητα του νερού που «μπορούν να αντέξουν» συγκεκριμένες περιοχές της χώρας, αποτελούν μερικά από τα ζητήματα που προβληματίζουν όλο και περισσότερο την επιστημονική κοινότητα. Με αφορμή την κακοκαιρία “Bora” όπου σύμφωνα με στοιχεία του meteo.gr/ΕΑΑ, στο νησί της Ρόδου έπεσαν πάνω από 300 mm βροχής μέσα σε δύο μέρες ενώ στη Λήμνο πάνω από 200 χιλιοστά βροχής, οι νησιωτικές περιοχές τίθενται στο μικροσκόπιο των ερευνητών, καθώς από τη μία τους καλοκαιρινούς μήνες έρχονται αντιμέτωπες με λειψυδρία και συνθήκες ξηρασίας κι από την άλλη είναι πλέον αρκετά ευάλωτες σε πλημμυρικά φαινόμενα.
Όπως εξηγεί στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η καθηγήτρια Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νίκη Ευελπίδου, η ένταση των βροχοπτώσεων και κυρίως ο όγκος της βροχής στη μονάδα του χρόνου, το ανάγλυφο, αλλά και οι ανθρώπινες ενέργειες, συμβάλλουν σημαντικά στα πλημμυρικά φαινόμενα στις νησιωτικές περιοχές.
«Έχουμε ένα έντονο ανάγλυφο, το οποίο είναι αποτέλεσμα των έντονων τεκτονικών διεργασιών. Αυτό έχει κάποια θετικά αλλά και κάποια αρνητικά. Ένα από τα αρνητικά είναι ότι όταν το ανάγλυφο είναι έντονο, η επιφανειακή απορροή του νερού είναι πάρα πολύ γρήγορη. Είναι πολύ μεγάλη η κλίση και κινείται πάρα πολύ γρήγορα προς τα κατάντη, ειδικά στα νησιά μας, όπου έχουν πολύ μικρή απόσταση ανάμεσα στο ανώτερο σημείο της λεκάνης απορροής, εκεί δηλαδή που δέχεται το νερό των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, με το κατώτερο σημείο το οποίο είναι η θάλασσα. Άρα λοιπόν, όταν βρέχει έντονα, το νερό της βροχής, σαν τσουλήθρα.
Από τα ανάντη μέχρι τα κατάντη σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, θα έχει διασχίσει όλη την πλαγιά και θα έχει φτάσει στη θάλασσα. Εδώ λοιπόν, τίθενται κάποια θέματα, που είναι πόσο νερό δέχεται μία περιοχή σε ένα χρονικό διάστημα. Όταν το χρονικό διάστημα είναι πάρα πολύ σύντομο, σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος του νερού θα το χάσουμε. Θα φύγει πάρα πολύ γρήγορα, και θα πέσει στη θάλασσα», επισημαίνει η κ. Ευελπίδου και τονίζει: «Εάν η βροχή πέσει σε μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε δίνουμε τον χρόνο στη γη να το ρουφήξει, να περάσει μέσα από τα πετρώματα και να εμπλουτίσει τον υδροφόρο ορίζοντα. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, ειδικά για τα νησιά μας, γιατί σε όλα τα νησιά έχουμε θέμα με το νερό. Δεν μας φτάνει. Ακόμα και στα μεγάλα νησιά. Φανταστείτε τώρα τι γίνεται στα μικρά νησιά, τα οποία έχουν χτυπήσει κόκκινο εδώ και πολλά χρόνια. Το νερό δεν φτάνει. Οι γεωτρήσεις γίνονται ολοένα και πιο βαθιές, με αποτέλεσμα να περνάει νερό από τη θάλασσα μέσα στην ξηρά. Άρα γίνεται η υφαλμύρωση και του υδροφόρου ορίζοντα, αλλά και τα εδάφη αποκτούν αλάτι, με αποτέλεσμα να καταστρέφουμε και το έδαφος και το λιγοστό νερό του υδροφόρου ορίζοντα, το οποίο θέλει πολλές χιλιάδες χρόνια για να επανέλθει σε μια βιώσιμη κατάσταση».
Στις περιπτώσεις της Ρόδου και της Λήμνου, όπως επισημαίνει, τα χιλιοστά βροχής που έπεσαν αποτελούν πολύ μεγάλο μέγεθος για το χρονικό διάστημα που σημειώθηκαν. «Ο όγκος της βροχής στη μονάδα του χρόνου είναι πολύ μεγάλος. Αυτό συνέβη και στη Ρόδο και στη Λήμνο. Παράλληλα, το ανάγλυφο εντείνει την γρήγορη επιφανειακή απορροή. Δεν είναι σύμμαχός μας στο θέμα της πλημμύρας», σημειώνει η κ. Ευελπίδου.
Σύμφωνα με την κ. Ευελπίδου δεν υπάρχει μία συνολική απάντηση στο ερώτημα “πόσο νερό αντέχουν τα νησιά” σε περιπτώσεις κακοκαιριών όπως αυτής της “Bora” καθώς καθένα έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, ωστόσο όπως εξηγεί, το σίγουρο είναι ότι δεν μπορούν να αντέξουν τα μισά ή το ένα τρίτο των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων σε μια βροχόπτωση, όπως συνέβη στην κακοκαιρία “Bora” και σε άλλες του παρελθόντος. «Δεν έχουμε την πολυτέλεια να χάσουμε το νερό. Πρέπει εμείς να κάνουμε τέτοιες κινήσεις, τέτοια έργα, τέτοιες δραστηριότητες, που να μπορούμε αυτό το νερό που θα πέσει να το κρατήσουμε και να μην οδηγήσει σε καταστροφές», τονίζει.
Αντίστοιχα φαινόμενα όπως στη Ρόδο και στη Λήμνο μπορεί να αντιμετωπίσουμε σε όλα τα νησιά
Σύμφωνα με την κ. Ευελπίδου αντίστοιχα φαινόμενα όπως αυτά στη Ρόδο και τη Λήμνο μπορεί να αντιμετωπίσουμε σε όλες τις νησιωτικές περιοχές.
«Οι Κυκλάδες για παράδειγμα είναι μια περιοχή η οποία δεν έχει νερό, και είδαμε ότι δεν κράτησε τίποτα από το νερό. Γίνανε ποτάμια οι δρόμοι. Λίγο ακόμα να είχε βρέξει και θα είχαμε φαινόμενα πλημμύρας και εκεί. Δεν κράτησε τίποτα για τα ελάχιστα mm βροχής. Είναι εντυπωσιακό να δούμε εικόνες από περιοχές τις οποίες ξέρουμε ότι δεν δέχονται βροχοπτώσεις. Είναι περιοχές που στους παγκόσμιους χάρτες, θεωρούνται ερημοποιημένες. Ερημοποίηση δεν σημαίνει μόνο ότι έχουμε μια έρημο σαν τη Σαχάρα. Σημαίνει ότι δεν έχω νερό, ότι τα εδάφη μου δεν είναι γόνιμα πια. Έχουμε ερημοποιημένες περιοχές κυρίως λόγω έλλειψης νερού. Είναι ερημοποιημένες επειδή δεν δέχονται αρκετά ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα.
Τα νησιά δεν είναι φτιαγμένα και προετοιμασμένα γι αυτές τις αλλαγές, όπως κι άλλες περιοχές αλλά πόσο μάλλον τα νησιά που έχουν πολύ έντονη επιφανειακή απορροή.
Δεν έχουν την δυνατότητα από την μορφολογία τους να συγκρατήσουν το νερό που πέφτει, όταν πέφτει με τον τρόπο που έπεσε στην “Bora”», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Ευελπίδου και συμπληρώνει ότι το παράδοξο και αντιφατικό γεγονός της λειψυδρίας από τη μία, αλλά της μη συγκράτησής του νερού από την άλλη, θα παραμένει και θα διαιωνίζεται.
Από την πλευρά του ο συντονιστής των λύσεων που βασίζονται στη φύση (NbS) του WWF Ελλάς, Θάνος Γιαννακάκης, τονίζει ότι τα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε συνθήκες ξηρασίας και πλημμύρας, ωστόσο όλη η χώρα μπορεί να αντιμετωπίσει αντίστοιχα φαινόμενα. «Τόσο οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής όσο και οι παρεμβάσεις που διαχρονικά έχουν γίνει στο ελληνικό τοπίο, δημιουργούν αβεβαιότητα για το που και πότε θα χτυπήσει η επόμενη κακοκαιρία. Δεν μπορείς να είσαι ποτέ σίγουρος που θα χτυπήσει η επόμενη “Bora”. Δεν θα πρέπει να είμαστε εφησυχασμένοι», υπογραμμίζει ο κ. Γιαννακάκης.
Ανθρώπινες παρεμβάσεις στα νησιά συμβάλλουν στα πλημμυρικά φαινόμενα
Η επιστημονική κοινότητα κρούει ωστόσο τον κώδωνα του κινδύνου για τον ρόλο των ανθρώπινων παρεμβάσεων και δραστηριοτήτων στα νησιά μέσω της υπερβολικής δόμησης και της τουριστικής ανάπτυξης. Όπως εξηγεί η κ. Ευελπίδου, οι ανθρώπινες ενέργειες έχουν οδηγήσει στο μπάζωμα των ρεμάτων, κάτι το οποίο συνέβη και στην περίπτωση της Ρόδου. «Το νερό όμως, όταν θα αρχίσει να ρέει, θα ψάξει να βρει την παλιά του κοίτη και είτε η παλιά του κοίτη είναι κοίτη, είτε η παλιά του κοίτη είναι σπίτια, θα περάσει από εκεί. Το είδαμε και στη Μάνδρα και το έχουμε δει και σε πάρα πολλές άλλες περιπτώσεις», επισημαίνει.
Σύμφωνα με τον κ. Γιαννακάκη, οι ξηρασίες και οι πλημμύρες αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Το ερώτημα λοιπόν πόσο νερό αντέχουν τα νησιά, όπως τονίζει, φανερώνει από τη μία πόσο νερό θα μπορεί να πέσει σε ένα νησί για να μην πλημμυρίζει, αλλά από την άλλη και πόσο νερό δεν έχουν τα νησιά αυτά. Ειδικότερα, το ερώτημα αυτό, σύμφωνα με τον κ. Γιαννακάκη, αφορά κυρίως τα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου, περισσότερο τις Κυκλάδες και λιγότερο τα Δωδεκάνησα. Όπως εξηγεί, σε τέτοιες περιοχές παλαιότερα για να αντιμετωπιστούν φαινόμενα ξηρασίας υπήρχαν διάφορες παραδοσιακές τεχνικές, όπως οι στέρνες, οι αναβαθμίδες , οι πεζούλες οι οποίες συγκρατούσαν τα νερά, ωστόσο από τη δεκαετία του ’80 κι έπειτα αυτές έχουν εγκαταλειφθεί λόγω τόσο των πιέσεων που δέχονται από την τουριστική ανάπτυξη όσο και της δόμησης.
Στην εξίσωση, όπως τονίζει, έρχεται να προστεθεί και η δόμηση σε σημεία που αποτελούσαν μικρές πεδιάδες και παλαιότερα πλημμυρικά πεδία σε αυτές τις περιοχές, με αποτέλεσμα πλέον όταν βρέχει, ακόμα και μικρές ποσότητες νερού, όλα αυτά να αρχίζουν να πλημμυρίζουν. «Το νερό δηλαδή βρίσκει τον δρόμο του εκεί που πάντα πήγαινε. Το πρόβλημα είναι όταν υπάρχουν ανθρώπινες κατασκευές, εκεί υπάρχει και κίνδυνος για ανθρώπινες ζωές και υποδομές», σημειώνει ο κ. Γιαννακάκης.
Για τον κ. Γιαννακάκη ένα ακόμη ζήτημα είναι και οι υποδομές της Πολιτείας, αρκετές από τις οποίες – όπως σχολεία και νηπιαγωγεία – χτίζονταν σε τοποθεσίες όπου ρέουν δίπλα ποτάμια.
Παράλληλα, όπως σημειώνει, η ραγδαιότητα των βροχοπτώσεων σε συνδυασμό με όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν κι ένα ακόμη ζήτημα, αυτό των αντιπλημμυρικών υποδομών. «Οι αντιπλημμυρικές υποδομές δεν φτάνουν για να αποστραγγίξουν το νερό. Έχουμε καταστρέψει τους φυσικούς δρόμους, τις φυσικές οδούς διεξόδου του νερού, που είναι τα ποτάμια μας, οι ξεροχείμαρροι, που έχουμε μειώσει το πλάτος τους, είναι τα πλημμυρικά πεδία που συνορεύουν με τα ποτάμια και πλημμύριζαν παλιά φυσικά όταν υπήρχε ένας αγρός, μια καλλιέργεια. Τώρα είναι σπίτια», σημειώνει και τονίζει ότι σε όλο αυτό έρχεται να προστεθεί και η ήδη επιβαρυμένη κατάσταση που δημιουργείται λόγω της κλιματικής αλλαγής. «Η κλιματική αλλαγή καταδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος που έχουμε εμείς δημιουργήσει στο φυσικό τοπίο, που είναι η καταστροφή των φυσικών πόρων», εξηγεί.
Από την πλευρά της η κ. Ευελπίδου αναφέρεται με τη σειρά της στις αναβαθμίδες καλλιέργειας που φτιάχνονταν παλαιότερα λειτουργώντας «σαν εμπόδια».
«Κατά κάποιον τρόπο φτιάχνανε εμπόδια κατά μήκος της πλαγιάς. Και αυτά τα εμπόδια καθυστερούσαν την επιφανειακή απορροή. Άρα όταν είχαμε έντονες βροχοπτώσεις, το νερό καθυστερούσε να φτάσει προς τα κάτω και έτσι το σύστημα προλάβαινε να το απορροφήσει, να εμπλουτίσει τον υδροφόρο ορίζοντα. Και πλημμύρες δεν είχαμε και το λιγοστό έδαφος δεν το χάναμε, άρα δεν είχαμε διάβρωση. Αλλά ταυτόχρονα επειδή καθυστερούσαν την επιφανειακή απορροή, δίναμε χρόνο στη γη να ρουφήξει νερό και να εμπλουτίσει τον υδροφόρο ορίζοντα. Τώρα όμως όλα αυτά τα νησιά έχουν μετατραπεί σε περιοχές με έντονη τουριστική δραστηριότητα.
Άρα ποιος θα συντηρήσει τις αναβαθμίδες καλλιέργειες και για ποιο λόγο; Έτσι χάσαμε και τις αναβαθμίδες καλλιέργειας στις περισσότερες περιοχές, που ήταν ένα μέσο, ένας τρόπος πέρα από το ότι ήταν ένα στοιχείο πολιτιστικό», υπογραμμίζει.
«Πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας τα νέα δεδομένα για να διαχειριστούμε την νέα κατάσταση»
Τόσο η κ. Ευελπίδου όσο και ο κ. Γιαννακάκης τονίζουν ότι όσα έργα έχουν πραγματοποιηθεί στο παρελθόν έχουν λάβει υπόψιν τους τα στατιστικά και τα δεδομένα των προηγούμενων χρόνων, τα οποία όπως σημειώνει η κ. Ευελπίδου, δεν έχουν καμία σχέση «με αυτό που συμβαίνει τώρα εν μέσω κλιματικής κρίσης».
«Πρέπει να δούμε ξανά από την αρχή τα στατιστικά στα οποία βασίσαμε όλες τις διατομές των αντιπλημμυρικών μας έργων. Θα δούμε χωρίς έκπληξη ότι είμαστε πολύ μακριά από αυτό που συμβαίνει σήμερα», υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Από την πλευρά του, ο κ. Γιαννακάκης τονίζει ότι χρειάζεται μια τελείως διαφορετική προσέγγιση. «Θα πρέπει να αλλάξουμε τελείως λογική. Θα πρέπει να απελευθερώσουμε χώρους και να δώσουμε στα ποτάμια μας τον χώρο να κινηθούν όπως ήταν στο παρελθόν, να τα συνδέσουμε με τα πλημμυρικά πεδία, δηλαδή με περιοχές δεξιά και αριστερά που μπορούν να πλημμυρίζουν πιο πριν από τα αστικά κέντρα για να λειτουργούν σαν μαξιλάρι. Αυτό που θέλουμε είναι να καθυστερήσουμε το νερό. Μέχρι τώρα η κυρίαρχη λογική είναι να διώξεις το νερό όσο πιο γρήγορα γίνεται προς τη θάλασσα. Το οποίο λειτουργεί αρνητικά και στις ξηρασίες. Γιατί όταν δεν μπορείς να τα έχεις μονίμως καθαρά, κάποια στιγμή θα υπάρχει ένα εμπόδιο. Εκεί θα φουσκώσει το ποτάμι, στο εμπόδιο αυτό και θα πλημμυρίσει. Επίσης μπορεί το νερό που θα έρχεται να είναι περισσότερο από το νερό που μπορεί να αντέξει το τεχνικό έργο. Άρα η λογική είναι να κρατάς το νερό πιο πριν και να το αποδίδεις πιο αργά», σημειώνει και προσθέτει ότι οι λύσεις βασισμένες στη φύση (Nature based Solutions – NbS), θα μπορούσαν να συμβάλουν σε μια καλύτερη διαχείριση των φαινομένων.
Παράλληλα, όπως εξηγεί η κ. Ευελπίδου, ένα ακόμη ζήτημα είναι η αλλαγή νοοτροπίας τόσο από τους πολίτες όσο και από την ίδια την πολιτεία.
«Έχουμε επιτρέψει να χτίζουμε μέσα στα ρέματα και είναι σαν να λέμε ότι η ανθρώπινη ζωή έχει μικρή αξία. Καταλαβαίνω ότι δεν είναι εύκολο να πεις σε κάποιον που έχει μπαζώσει το ρέμα, βγάλε το σπίτι σου από εκεί. Σε αρκετές περιπτώσεις δεν γίνεται, αλλά ας δούμε τις περιπτώσεις που γίνεται. Σε επίπεδο εκπαίδευσης, πρέπει να εκπαιδευτεί ο κόσμος να αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο. Όπως σε ετήσια βάση εκπαιδεύουμε τους μαθητές μας τι θα κάνουν σε περίπτωση σεισμού, πρέπει να τους εκπαιδεύουμε τι θα κάνουν και σε περίπτωση πλημμύρας», υπογραμμίζει.