Ανήσυχος ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ για τις πολλαπλές κρίσεις – Τι λέει για τον Ντόναλντ Τραμπ, τη χρήση αμερικανικών πυραύλων στην Ουκρανία και την οικονομία
Από την έδρα του Ινστιτούτου του στη Λεωφόρο Αμαλίας, ο πρώην πρωθυπουργός παρακολουθεί συστηματικά τα όσα τεκταίνονται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, καθώς υπήρξε ο μόνος Έλληνας ηγέτης που συναναστράφηκε επί των ημερών του τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ κατά την προηγούμενη προεδρική θητεία του, έχοντας επιδιώξει για την Αθήνα μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, που απλωνόταν από το Λευκό Οίκο μέχρι την… Τεχεράνη.
Ακόμη και αν ο κ. Τσίπρας έχει βιώσει αρκετές ακραίες καταστάσεις στην περίοδο της διακυβέρνησής του, η κλιμάκωση της «παγωμένης» μέχρι πρότινος σύγκρουσης στην Ουκρανία μετά το «πράσινο φως» για τη χρήση δυτικών πυραυλικών συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς, όπως τα αμερικανικά ATACMS, φαντάζει κατά τον ίδιο ανησυχητική, άποψη την οποία μοιράστηκε με τους στενούς συνομιλητές του, διαβλέποντας τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης του διεθνούς συστήματος.
Μπροστά στον κίνδυνο μιας παγκόσμιας κρίσης ασφάλειας, ο πρώην πρωθυπουργός δεν παρέβλεψε ούτε το ρόλο του απερχόμενου προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν να επιτρέψει τη χρήση των συγκεκριμένων πυραυλικών συστημάτων στην Ουκρανία, λίγο πριν μεταβιβάσει τις εξουσίες του στον διάδοχό του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και λίγες μόλις ημέρες μετά το οδυνηρό αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών για το κόμμα των Δημοκρατικών.
Και αν οι ενέργειες του Τζο Μπάιντεν εγείρουν ζήτημα νομιμοποίησης ως προς το δικαίωμά του να ωθήσει τις εξελίξεις προς αυτήν την κατεύθυνση, ο ρόλος των ηγετών εξακολουθεί να παραμένει καταλυτικός για τον Έλληνα πρώην Πρωθυπουργό, είτε τα γεγονότα εξελίσσονται εντός, είτε εκτός των τειχών.
Προτεραιότητα η σοβαρότητα
Υπό αυτό το πρίσμα, ο ιστορικός ηγέτης του χώρου φέρεται να προτάσσει τη σοβαρότητα στην επόμενη ημέρα του ΣΥΡΙΖΑ, διατηρώντας διακριτές αποστάσεις από τις εσωκομματικές εξελίξεις που κορυφώνονται την Κυριακή, με τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών.
Για τον Αλέξη Τσίπρα, η παρουσία του στις κάλπες της Κυριακής θεωρείται δεδομένη και μεταφράζεται ήδη από ορισμένους ως έμπρακτο μήνυμα στήριξης απέναντι στο κόμμα που οδήγησε ο ίδιος στην εξουσία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο παρατεταμένος κύκλος εσωστρέφειας που βίωσε η Κουμουνδούρου, τον άφησε απαθή ή αδιάφορο.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η μαζική προσέλευση των εγγεγραμμένων μελών και φίλων του ΣΥΡΙΖΑ στα 400 κατά τόπους εκλογικά κέντρα, περνώντας πάνω από τον πήχη της Κουμουνδούρου για την συμμετοχή, συνιστά το μοναδικό κίνητρο της προσωπικής του συμμετοχής στην εκλογή του νέου προέδρου του κόμματος.
Για τον πρώην πρωθυπουργό, άλλωστε, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πάψει να πατά γερά στην ελληνική κοινωνία, να εκφράζει ατόφια τα συμφέροντα της λαϊκής πλειοψηφίας, ούτε να συγκινεί αξιόλογο κόσμο σε επίπεδο στελεχιακού δυναμικού, παρά την καθοδική πορεία του τον τελευταίο χρόνο, ενώ σε περίπτωση που οι συμμετέχοντες υπερβούν τους 60.000, η επανεκκίνηση της Κουμουνδούρου θα φαντάζει ρεαλιστικός στόχος.
Παρά τις νέες, διεθνείς και εγχώριες συνθήκες, ο Αλέξης Τσίπρας δεν εγκατέλειψε ούτε την πίστη του στη δυναμική της πολιτικής, εκτιμώντας σε συζητήσεις με συνεργάτες του πως ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μιλήσει για τα μεγάλα ζητήματα, αλλά και να απευθυνθεί εκ νέου σε μεγάλο εύρος του κοινωνικού φάσματος, ακόμη και σε εποχές που η επικοινωνία και η τεχνολογία επιχειρούν να θέσουν όρους «μεταπολιτικής», όπως έχει ο ίδιος κατά καιρούς επισημάνει.
Πολύ περισσότερο, όταν το εγχώριο πολιτικό σκηνικό εμφανίζεται πλήρως κατακερματισμένο, επιτρέποντας συμπληρωματικούς ρόλους για αρχηγοκεντρικά κόμματα, όπως για παράδειγμα το «κόμμα Κασσελάκη». Υποβοηθητικό, δηλαδή, στον εκάστοτε ισχυρό πυλώνα του δικομματισμού, είτε αυτός είναι η ΝΔ, είτε το ΠΑΣΟΚ και χωρίς αναγκαστικά διαυγές ιδεολογικό στίγμα.
Στη λογική συμπτώματος της ευρύτερης κρίσης στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό εντάσσουν στη Λεωφόρο Αμαλίας και την κρίση στο εσωτερικό της ΝΔ, με αποκορύφωμα τη διαγραφή του πρώην πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά.
Μολονότι στη Λεωφόρο Αμαλίας δεν παραγνωρίζουν την εργαλειοποίηση της ατζέντας των δικαιωμάτων από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπως τονίζουν, αλλά και ταυτόχρονα την πρόσφατη αποκήρυξή της με εντυπωσιακό τρόπο, η κίνηση της διαγραφής του κ. Σαμαρά, ωστόσο, ερμηνεύεται στη θεώρησή τους από την επιταχυνόμενη φθορά της κυβέρνησης. Σε σημείο που το μέγεθος της ραγδαίας κυβερνητικής φθοράς να πυροδοτήσει στο άμεσο μέλλον καταιγιστικές εξελίξεις, χωρίς να εξαιρείται και η πιθανότητα των πρόωρων εκλογών.
Πεποίθηση, άλλωστε, των συνομιλητών του πρώην πρωθυπουργού, συνιστά η παντελής αδυναμία της κυβέρνησης να προωθήσει δομικές και στρατηγικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και πολιτικές για τη διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων, όπως ο ελληνοτουρκικός διάλογος, λόγω των ισχυρών αντιστάσεων στο εσωτερικό της ΝΔ, που τείνουν να καταστούν ασφυκτικές για τους ενοίκους του Μεγάρου Μαξίμου.
Η εντυπωσιακή υποχώρηση, ήδη, της ΝΔ ακόμη και στο στενά κομματικό της ακροατήριο στις δημοσκοπήσεις, αλλά και στο δείκτη ικανοποίησης των πολιτών σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν επιχειρήθηκε να εκτονωθούν στη διαγραφή Σαμαρά, οδηγώντας, όμως, με μαθηματική ακρίβεια τον πρωθυπουργό σε καθαρόαιμη «δεξιά στροφή» το επόμενο διάστημα, όπως παρατηρούν συνομιλητές του Αλέξη Τσίπρα.
Κώδωνας δημοσιονομικού κινδύνου
Παρά τους ισχυρούς κλυδωνισμούς στο εσωτερικό της ΝΔ, ο βαθύς προβληματισμός του Αλέξη Τσίπρα δεν απομακρύνεται ούτε χιλιοστό από τους δημοσιονομικούς δείκτες, αλλά και το νέο θεσμικό πλαίσιο που διαμορφώνεται αυτήν την περίοδο στα ευρωπαϊκά κέντρα λήψης αποφάσεων, αναφορικά με την πορεία των εθνικών οικονομιών της Ευρωζώνης.
Μετά την παρατεταμένη δημοσιονομική χαλαρότητα, την «σοσιαλιστικού τύπου» διαχείριση της πανδημίας με δισεκατομμύρια ευρώ σε προγράμματα παροχών και οικονομικής στήριξης, τους πόρους του ΕΣΠΑ, αλλά και το Ταμείο Ανάκαμψης, οι διαρθρωτικές αλλαγές παραμένουν σε εκκρεμότητα και το παραγωγικό μοντέλο ίδιο και απαράλλακτο, σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες. Όπως διαπιστώνει με κάθε ευκαιρία σε συζητήσεις με στενούς συνεργάτες του ο Αλέξης Τσίπρας, καθώς επεξεργάζεται τα μηνύματα από τα δημοσιονομικά μεγέθη, τα οποία προδιαγράφουν δυσοίωνο το μέλλον για την επόμενη κυβέρνηση.