Tο χωριό Σταγιάτες απέχει μόλις 11 χλμ. από το Βόλο και βρίσκονται σε 340μ. υψόμετρο, χτισμένες επάνω σ’ ένα βράχο, με εκπληκτική θέα από την πλατεία του χωριού προς το Βόλο. Στις Σταγιάτες πραγματοποιούνται αρκετά πανηγύρια, όπως του Αγίου Σεραφείμ και του Αγίου Αθανασίου που είναι και ο πολιούχος του χωριού.
Χωριό χτισμένο σε πλαγιά του Πηλίου, με όμορφη θέα στο Βόλο και τον Παγασητικό κόλπο. Παραδοσιακά σπίτια και αρχοντικά αξιόλογης αρχιτεκτονικής, πλακόστρωτα καλντερίμια, τρεχούμενα νερά συνθέτουν την εικόνα του οικισμού. Οι Σταγιάτες είναι ένα χωριό βυθισμένο στο πράσινο, ήρεμο και γαλήνιο, ιδανικός τόπος για περιήγηση στα ήσυχα μονοπάτια του, δίνει την εντύπωση πως είναι ξεχασμένο μέσα στο χρόνο.
Προέλευση τοπωνυμίου
Πέντε διαφορετικές εκδοχές υπάρχουν για την ονομασία αυτού του μικρού χωριού.
Κατά τον Γιάννη Κορδάτο, το χωριό πήρε το όνομά του από τη σλαβική λέξη «στάϊα» που σημαίνει σταθμός. Το χωριό, δηλαδή, υπήρξε σταθμός ανάπαυσης των χωρικών του Πηλίου που ανεβοκατέβαιναν στο Βόλο.
Ο Σκουβαράς -αντίθετα- υποστηρίζει την προέλευση του τοπωνυμίου από τον πρώτο οικιστή που ονομάζονταν Σταής ή Στάιας.
Υπάρχει η εκδοχή της παραγωγής του τοπωνυμίου από τη σλαβική λέξη «ταϊά» (ταΐστρα των ζώων).
Σταγιάτες είναι μια εξέλιξη της έκφρασης «στ΄άγια» (πάμε), λόγω της ύπαρξης πολλών μοναστηριών στην περιοχή. Πρόκειται για την πιο αδύνατη, κατά την άποψή μας, εκδοχή
Το χωριό πήρε το όνομά του από τη βυζαντινή ονομασία της Καλαμπάκας «Σταγοί». (Υπάρχουν ανέκαθεν παραδοσιακές σχέσεις με τους κατοίκους της δυτικής Θεσσαλίας).
Σύντομη ιστορική αναδρομή
Οι Σταγιάτες υπήρξαν, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, ένας από τους μαχαλάδες της Μακρινίτσας. Είχε χαρακτηριστεί, με έγγραφο του Σουλτάνου Μεχμέτ Β, ως «βακούφι» και είχε αφιερωθεί στο ίδρυμα Χατζή Αχμέτ Αγά.
Στην Επανάσταση του 1821 ανέδειξε αγωνιστές, όπως ο Νικόλαος Καψάλης, μαζί με τα τρία αδέλφια του και «άλλους πλησιέστερους συγγενείς του», όπως αναφέρει ο Βάσσος Μαυροβουνιώτης.
Ο Ρηματισίδης θεωρεί τους κατοίκους του χωριού «ευφυείς, ζωηρούς και εύθυμους ανθρώπους αλλά μη έχοντας την ως έπρεπε να έχουσιν ανατροφήν».
Ο Γεωργιάδης, το 1880, γράφοντας για τις ασχολίες των κατοίκων, αναφέρει τα κτήματα και την βιομηχανία βαμβακερών υφασμάτων. Πράγματι, στην άκρη του χωριού, υπήρχε μεγάλο εργοστάσιο παραγωγής βαμβακερών υφασμάτων στο οποίο εργάζονταν περισσότεροι από 60 εργάτες, ορισμένοι από τα γύρω χωριά.
Για το λόγο αυτό, λειτουργούσαν, από τα πλούσια -σε νάματα- ρέματά του, πολλές ντριστέλλες (μεγάλα ξύλινα κανάλια που λεύκαιναν τα υφάσματα).
Στα τέλη του 19ου αιώνα, αρχίζει στο χωριό και η παραδοσιακή παραγωγή του λουκάνικου. Η παραγωγή του νόστιμου αυτού μεζέ κορυφώθηκε έως τα μέσα του 20ου αιώνα, έτσι που τα σταγιατιώτικα λουκάνικα να γίνουν πασίγνωστα σε όλη την Ελλάδα.
Γύρω στα 1900 ο Φιλιππίδης αναφέρεται, συν τοις άλλοις, και στην «ειδικήν (των σταγιατιωτών) τους εκκλησία, εις την άκρια του μαχαλά».
Πράγματι, ο Άη Θανάσης χτίσθηκε το 1753. Πρέπει, ωστόσο, ο αρχικός ναός να καταστράφηκε καθώς, σε πλάκα εντοιχισμένη, αναφέρεται ότι ο «εξανανεώθη το 1883». O ναός κατέρρευσε με τους σεισμούς του 1955 και ξαναχτίστηκε το 1962 με τη βοήθεια της ΕΡΤ.
Το 1912 οι Σταγιάτες αποτέλεσαν ξεχωριστή Κοινότητα και στον 20ο αιώνα είναι ένα μικρό γραφικό χωριό. Η όποια κίνηση επισκεπτών έχει σχέση -κυρίως- με το προσκύνημα στο νέο αλλά και στο παλιό μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Επίσης πολλοί επισκέπτες το «τιμούν» και για το καθαρό, εύγευστο κι ελαφρύ νερό . Στην πλατανοσκέπαστη πλατεία υπάρχει κρήνη με αρχαία αραβική (ή τούρκικη) επιγραφή.
Την περίοδο 1999-2011, οι Σταγιάτες αποτελούν δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Πορταριάς.