Παγκόσμια μελέτη επιστημόνων του Πανεπιστημίου McMaster βρήκε μια σύνδεση ανάμεσα στην κατανάλωση επεξεργασμένου κρέατος και τον υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων, χωρίς, όμως, να ισχύει το ίδιο και για το μη επεξεργασμένο κόκκινο κρέας και τα πουλερικά.
Όπως αναφέρεται στη σχετική δημοσιευση στο American Journal of Clinical Nutrition, οι πληροφορίες προκύπτουν από τη διατροφή και τα αποτελέσματα υγείας 134.297 ανθρώπων από 21 χώρες των πέντε ηπείρων, τους οποίους παρακολούθησαν οι ερευνητές για δεδομένα σχετικά με την κατανάλωση κρέατος και τις καρδιαγγειακές ασθένειες.
Μετά την παρακολούθηση των συμμετεχόντων για σχεδόν μία δεκαετία, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η κατανάλωση περισσότερων από 150 γραμμαρίων επεξεργασμένου κρέατος την εβδομάδα σχετιζόταν με 46% υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων και 51% υψηλότερο κίνδυνο θανάτου σε σύγκριση με όσους δεν κατανάλωναν καθόλου επεξεργασμένο κρέας.
Ωστόσο, οι ερευνητές βρήκαν ότι η μέτρια κατανάλωση μη επεξεργασμένου κρέατος είχε ουδέτερη επίδραση στην υγεία.
Αυτή είναι η πιο επικίνδυνη τροφή για την υγεία μας
«Τα στοιχεία για τον συσχετισμό ανάμεσα στην πρόσληψη κρέατος και τις καρδιαγγειακές παθήσεις δεν είναι σαφή, γι’αυτό και θελήσαμε να κατανοήσουμε καλύτερα τους συσχετισμούς ανάμεσα στην κατανάλωση μη επεξεργασμένοMahshid Dehghan, ερευνητής Ερευνητικού Ινστιτούτου για την Υγεία του Πληθυσμού (PHRI) του Πανεπιστημίου McMaster.
Η μελέτη Prospective Urban Rural Epidemiology (PURE) που ξεκίνησε το 2003 είναι η πρώτη πολυεθνική μελέτη που παρέχει πληροφορίες για τον συσχετισμό ανάμεσα στην κατανάλωση μη επεξεργασμένου και επεξεργασμένου κρέατος και τα αποτελέσματα υγείας ανθρώπων από χώρες χαμηλού, μεσαίου και υψηλού εισοδήματος.
«Η μελέτη PURE εξετάζει ενδελεχώς πιο ευρείς πληθυσμούς και μοτίβα διατροφής, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να παράσχουμε νέα στοιχεία που διαχωρίζουν τις επιδράσεις του επεξεργασμένου και μη κρέατος», προσθέτουν οι επιστήμονες.
Σημειώνεται ότι οι διατροφικές συνήθειες των συμμετεχόντων καταγράφηκαν μέσω ερωτηματολογίων για την συχνότητα του φαγητού, ενώ συλλέχθηκαν, επίσης, και δεδομένα συλλέχθηκαν για την θνησιμότητά τους και σοβαρά καρδιαγγειακά περιστατικά. Αυτό επέτρεψε στους ερευνητές να προσδιορίσουν τους συσχετισμούς ανάμεσα στα μοτίβα κατανάλωσης κρέατος και τα καρδιαγγειακά περιστατικά και τη θνησιμότητα.
Οι συγγραφείς πιστεύουν ότι επιπλέον έρευνες μπορεί να βελτιώσουν τις τρέχουσες γνώσεις για τη σχέση ανάμεσα στην κατανάλωση κρέατος και τα αποτελέσματα υγείας, καθώς εν προκειμένω δεν ήταν σαφές το τι έτρωγαν αντί για κρέας οι συμμετέχοντες με χαμηλότερη πρόσληψη κρέατος και αν η ποιότητα αυτών των τροφίμων διέφερε από χώρα σε χώρα.
Τα υποκατάστατα τροφίμων που δεν περιλαμβάνουν κρέας μπορεί να έχουν επιπτώσεις στην περαιτέρω ερμηνεία των συσχετισμών μεταξύ της κατανάλωσης κρέατος και των αποτελεσμάτων υγείας. Παρόλα αυτά, οι συγγραφείς της μελέτης πιστεύουν ότι τα ευρήματά τους «υποδεικνύουν ότι ο περιορισμός της πρόσληψης επεξεργασμένου κρέατος θα πρέπει να ενθαρρυνθεί».