Παρά τα σκάνδαλα της πρώτης θητείας του, σχεδόν το μισό του εκλογικού σώματος στις ΗΠΑ, είναι έτοιμοι να υποστηρίξουν ξανά τον Ντόναλντ Τραμπ – Οι τρεις βασικοί παράγοντες που εξηγούν τη δημοφιλία του, ακόμη και σε ετερόκλητα κοινά μεταξύ τους
Μία διαφορετική δυναμική επιχειρούν να καλλιεργήσουν τις τελευταίες ώρες οι επιτελείς της Κάμαλα Χάρις, χρησιμοποιώντας ρητορική φαβορί, εν αντιθέσει με αυτή του αουτσάιντερ που είχε παγιωθεί το τελευταίο διάστημα. Οι δημοσκοπήσεις άλλωστε της το επιτρέπουν, αφού σε πολιτείες κλειδιά, όπως η Πενσυλβάνια φαίνεται πως η αντιπρόεδρος των ΗΠΑ προηγείται χωρίς μάλιστα πιθανότητες να χάνει αυτό το προβάδισμα.
Υπάρχει, όμως, μία τάση, η οποία δεν αποτυπώνεται απαραίτητα στις έρευνες. Οι λεγόμενοι blue collars της εργατικής τάξης που παραδοσιακά στήριζαν τους Δημοκρατικούς, έχουν στραφεί σε μεγάλο βαθμό, την τελευταία δεκαετία, στον Ντόναλντ Τραμπ αφήνοντας χώρο στο Δημοκρατικό Κόμμα να προσεταιριστεί Αμερικανούς ανώτερης εκπαίδευσης, διευρύνοντας το χάσμα στην αμερικανική κοινωνία, πέρα από τα παραδοσιακά κριτήρια της γεωγραφίας, της οικονομικής κατάστασης και του χρώματος. Οι λόγοι γι’ αυτή την εξέλιξη είναι πολλοί και οι αναλυτές, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Economist, ακόμη ψάχνουν να τους αποκρυσταλλώσουν.
Ο Ντόναλντ Τραμπ κυριαρχεί στην αμερικανική δεξιά εδώ και εννέα χρόνια, παραμένοντας μια από τις πιο αμφιλεγόμενες αλλά και σταθερές πολιτικές προσωπικότητες της σύγχρονης αμερικανικής πολιτικής σκηνής. Παρά τα σκάνδαλα της πρώτης θητείας του, συμπεριλαμβανομένης της προσπάθειάς του να παραμείνει στην εξουσία μετά την ήττα του στις εκλογές του 2020, περίπου 75 εκατομμύρια Αμερικανοί, ή σχεδόν το μισό του εκλογικού σώματος, είναι έτοιμοι να τον υποστηρίξουν ξανά, όπως φαίνεται από τις έρευνες που μιλούν για μία άκρως οριακή μάχη.
Πώς όμως έφτασαν οι Αμερικανοί να περιστρέφονται γύρω από το φαινόμενο Ντόναλντ Τραμπ; Οι αρχικές αναλύσεις από την αριστερά εστίασαν σε θέματα όπως ρατσισμός και η ξενοφοβία, που υποτίθεται ότι ενίσχυσαν την εκλογική του βάση. Η Χίλαρι Κλίντον είχε δηλώσει κάποτε, ίσως με υπερβολή, ότι «το μισό των υποστηρικτών του Τραμπ μπορεί να τοποθετηθεί στο καλάθι των αξιοθρήνητων». Από την πλευρά των συντηρητικών, υπήρξαν επίσης υπεραπλουστευμένες αναλύσεις. Ο Μάικλ Άντον, πρώην αναπληρωτής σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, το 2016 παρομοίασε τις εκλογές με την πτήση 93 της 11ης Σεπτεμβρίου, λέγοντας ότι οι Αμερικανοί έπρεπε να αντιδράσουν για να αποτρέψουν την καταστροφή του τρόπου ζωής τους.
Ωστόσο, μια πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση αποκαλύπτει τρεις βασικούς παράγοντες που εξηγούν τη δημοφιλία του Τραμπ ακόμη και σε ετερόκλητα κοινά μεταξύ τους όπως οι μαύροι άνδρες και η κοινότητα των Λατινοαμερικανών: το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ, την οικονομική κατάσταση και τις πολιτισμικές διαιρέσεις.
Πολιτικό σύστημα και θεσμοί
Η πολιτική επιστήμη προσφέρει μια πρώτη εξήγηση: ο Τραμπ αξιοποίησε στο έπακρο το αμερικανικό εκλογικό σύστημα. Η δομή του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος και οι ανοιχτές προκριματικές εκλογές επέτρεψαν -όπως φάνηκε- σε εξωσυστημικές δυνάμεις, όπως το κίνημα «Make America Great Again» (MAGA), να καταλάβουν την ηγεσία ενός μεγάλου κόμματος. Η ικανότητα του Τραμπ να προσελκύσει το 25-35% τωνΡεπουμπλικανών ψηφοφόρων στις πρώτες προκριματικές εκλογές του 2016 ήταν καθοριστική για να κυριαρχήσει στο κόμμα. Αν υπήρχε ένα ευρωπαϊκό πολυκομματικό σύστημα στις ΗΠΑ, το κόμμα του Τραμπ θα μπορούσε να συγκεντρώσει μεγάλη υποστήριξη χωρίς να χρειάζεται πλειοψηφία.
Αφού κατέλαβε την ηγεσία των Ρεπουμπλικανών, η φύση του δικομματικού συστήματος ευνόησε τον Τραμπ, καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι έπρεπε να συμβιβαστούν με τη νέα ηγεσία. Αυτή η κατάσταση εξηγεί μεγάλο μέρος της σημερινής υποστήριξης του Τραμπ, αλλά δεν είναι αρκετή για να ερμηνεύσει τη μακροχρόνια επιρροή του. Η υποψηφιότητά του για τρίτη συνεχή φορά, ένα κατόρθωμα που είχε επιτευχθεί τελευταία φορά από τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ, αποδεικνύει τη βαθιά επιρροή του.
Οικονομική κατάσταση και επιρροή
Η οικονομία προσφέρει μια δεύτερη εξήγηση. Η αμερικανική οικονομία ευημερούσε κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ, μέχρι την πανδημία της COVID-19. Παρά την αποδοκιμασία για τις πράξεις του την 6η Ιανουαρίου 2021, οι ψηφοφόροι παραμένουν οργισμένοι για τον πληθωρισμό και την οικονομική πολιτική των Δημοκρατικών, γεγονός που ευνοεί τον Τραμπ. Εντούτοις, η οικονομική ευημερία της Αμερικής δεν ταιριάζει με το αφήγημα αυτό: οι μισθοί αυξάνονται, ιδιαίτερα για τους χαμηλόμισθους, και η οικονομία συνεχίζει να είναι ισχυρή. Παρ’ όλα αυτά, οι Ρεπουμπλικάνοι παρουσιάζουν μια εικόνα παρακμής, που ενισχύεται από την αίσθηση οικονομικής ανισότητας.
Η τάση για αντικαθεστωτική ψήφο παρατηρείται σε όλο τον κόσμο. Σε χώρες όπως η Βρετανία, η Γαλλία, η Ινδία και η Ιαπωνία, οι ψηφοφόροι απορρίπτουν τις κυβερνήσεις τους. Ωστόσο, οι οικονομικές επιτυχίες της Αμερικής κάνουν δύσκολη τη σύνδεση της υποστήριξης του Τραμπ αποκλειστικά με την οικονομική δυσαρέσκεια.
Πολιτισμικές διαφορές και κοινωνιολογία
Η τρίτη και ίσως πιο λογικοφανής εξήγηση είναι η πολιτισμική. Οι πολιτικές διαφορές στις ΗΠΑ έχουν μετατραπεί σε μια σύγκρουση μεταξύ εκπαιδευτικών τάξεων. Οι Δημοκρατικοί προσελκύουν όλο και περισσότερο την υποστήριξη των μορφωμένων, ενώ οι εργατικές τάξεις, ακόμη και οι μη λευκές, στρέφονται προς τον Τραμπ. Οι Ρεπουμπλικάνοι παρουσιάζονται ως ένα κόμμα που μιλάει τη γλώσσα των απλών ανθρώπων και υπόσχεται αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη. Αν και οι υποσχέσεις αυτές συχνά δεν τηρούνται, το μήνυμα παραμένει ισχυρό.
Ο Τραμπ γνωρίζει πώς να αγγίζει συναισθηματικά τους ψηφοφόρους του. Οι εμφανίσεις του σε περιοχές που έχουν πληγεί από φυσικές καταστροφές, με υποσχέσεις για ανοικοδόμηση, δείχνουν στους ανθρώπους ότι τους καταλαβαίνει. Αντίθετα, η Κάμαλα Χάρις φαίνεται να αποφεύγει τέτοιες άμεσες αλληλεπιδράσεις. Ο Τραμπ απευθύνεται στους υποστηρικτές του όχι μόνο με πολιτικές, αλλά και με πολιτισμικά σύμβολα που δημιουργούν αίσθηση κοινότητας.
Αυτή η πολιτισμική ρήξη κάνει τη βάση του Τραμπ ακόμη πιο πιστή. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει υιοθετήσει οικονομικές πολιτικές που προσεγγίζουν την αριστερά, όπως ο προστατευτισμός και οι φορολογικές ελαφρύνσεις για την εργατική τάξη. Οι εργαζόμενοι χωρίς πτυχία αισθάνονται ότι οι Δημοκρατικοί δεν τους εκπροσωπούν πλέον. Το στρατόπεδο του Τραμπ εκμεταλλεύεται κάθε ευκαιρία για να ενισχύσει αυτή τη ρήξη, όπως με τις πρόσφατες δηλώσεις του Τζο Μπάιντεν που χαρακτήρισε τους υποστηρικτές του Τραμπ ως «σκουπίδια».
Οι επικρίσεις για τις προσπάθειες του Τραμπ να ανατρέψει τις εκλογές του 2020 ή για την αμφιλεγόμενη στάση του στα δικαιώματα των γυναικών απορρίπτονται από τους οπαδούς του ως υπερβολικές. Οι υποστηρικτές του βλέπουν την επίθεση εναντίον του ως απόδειξη της υποκρισίας των αντιπάλων του. Η κουλτούρα του διχασμού διασφαλίζει ότι εκατομμύρια Αμερικανοί βλέπουν διαφορετική πραγματικότητα, όπου οι Δημοκρατικοί θεωρούνται υπεύθυνοι για την οικονομική και κοινωνική ανασφάλεια.
Σε έναν διχασμένο πολιτικό κόσμο, η στρατηγική του Τραμπ παραμένει αποτελεσματική. Ενώ η Αμερική αντιμετωπίζει προβλήματα όπως διεθνείς προκλήσεις στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία, οι υποστηρικτές του πιστεύουν ότι υπό την ηγεσία του δεν θα υπήρχαν τέτοιες κρίσεις.
Η επανεμφάνιση του Τραμπ στην πολιτική σκηνή δείχνει ότι το φαινόμενο του τραμπισμού δεν έχει τελειώσει, και ίσως είναι αρκετά ισχυρό για να τον επαναφέρει στον Λευκό Οίκο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μετρούν πλέον ώρες για τις κάλπες, όπου εκεί θα δοθούν και όλες οι απαντήσεις.