Η προεκλαμψία είναι από τις κύριες αιτίες μητρικού θανάτου
Μια απλή εξέταση αίματος μπορεί να βοηθήσει τους γιατρούς να εντοπίζουν τις γυναίκες που γεννούν και κινδυνεύουν από προεκλαμψία, προκειμένου να λαμβάνουν προφυλάξεις για την πρόληψή της, σύμφωνα με έρευνα που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Αναισθησιολόγων «Anesthesiology» 2024.
Το 5-10% των εγκύων αναπτύσσουν προεκλαμψία, κύρια αιτία μητρικού θανάτου, σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ. Ενώ η εν λόγω επιπλοκή μπορεί να αναπτυχθεί ήδη από την 20η εβδομάδα της εγκυμοσύνης, η συγκεκριμένη μελέτη επικεντρώθηκε στον εντοπισμό των γυναικών που διέτρεχαν κίνδυνο προεκλαμψίας, όταν εισήχθησαν στο νοσοκομείο κατά τον τοκετό.
Οι ερευνητές ανέλυσαν τα αρχεία 2.629 γυναικών που γέννησαν μεταξύ 2018 και 2024. Από αυτές, οι 1.819 δεν είχαν προεκλαμψία, οι 584 είχαν προεκλαμψία με ήπια συμπτώματα και οι 226 είχαν με σοβαρά συμπτώματα.
Τι έδειξε η μελέτη
Κατά την έρευνα διαπιστώθηκε ότι οι γιατροί μπορούν να προβλέψουν τον κίνδυνο μιας γυναίκας να αναπτύξει προεκλαμψία, υπολογίζοντας την αναλογία δύο πρωτεϊνών του αίματος, του ινωδογόνου και της αλβουμίνης (ή λευκωματίνης), μέσα από εξετάσεις αίματος ρουτίνας.
Το ινωδογόνο εμπλέκεται στην πήξη του αίματος και στη φλεγμονή, ενώ η αλβουμίνη βοηθά στη διατήρηση της ισορροπίας των υγρών και μεταφέρει ορμόνες, βιταμίνες και ένζυμα σε όλο το σώμα. Και τα δύο μπορεί να διαταραχθούν με την προεκλαμψία: το ινωδογόνο μπορεί να είναι αυξημένο, η αλβουμίνη μπορεί να είναι μειωμένη ή να εμφανιστούν και οι δύο περιπτώσεις.
Όπως εντοπίστηκε, οι γυναίκες που είχαν υψηλότερη αναλογία ινωδογόνου προς αλβουμίνη (FAR) είχαν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν προεκλαμψία σε σχέση με όσες είχαν χαμηλότερο FAR.
Συγκεκριμένα, η προβλεπόμενη πιθανότητα εμφάνισης προεκλαμψίας οποιουδήποτε βαθμού ήταν 24% για τις ασθενείς με FAR τουλάχιστον 0,1 κατά την εισαγωγή τους στο νοσοκομείο και αυξήθηκε σε περισσότερο από 41% όταν η τιμή αυτή ήταν πάνω από 0,3.
Ωστόσο, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι χρειάζεται πρόσθετη έρευνα για να προσδιοριστεί το ακριβές εύρος FAR που θα θεωρηθεί ανησυχητικό.